Οι Εκδόσεις Άγρα συμμετέχουν στην επέτειο των 50 χρόνων από το 1968, χρονιά που σημαδεύτηκε από την εξέγερση του Παρισινού Μάη, τις δολοφονίες του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και του Ρόμπερτ Κέννεντυ, την επέμβαση των Σοβιετικών στη Πράγα, την κορύφωση του πολέμου στο Βιετνάμ και άλλα συνταρακτικά γεγονότα, με την κατάθεση του ισπανικής καταγωγής Μεξικανού συγγραφέα Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο ΙΙ για την εξέγερση και την καταστολή της εξέγερσης τον Σεπτέμβριο του 1968 στο Μεξικό.
Το μόνο που λειτουργεί είναι η μνήμη. Η συλλογική μνήμη. Επίσης η πιο μικρή και θλιβερή ατομική μνήμη. Έχω όμως και την υποψία πως δύσκολα επιβιώνει η μία δίχως την άλλη· ότι δεν μπορούν να πλαστούν θρύλοι χωρίς προσωπικές αφηγήσεις. Ότι τελικά δεν υπάρχουν χώρες δίχως παραμύθια με νεράιδες κάτω από τη σκιά τους.
P. I. TAIBO II
Σήμερα το κίνημα του ’68 είναι ένα ακόμα μεξικανικό φάντασμα, από τα πολλά αλύτρωτα και άυπνα φαντάσματα που κατοικούν στον τόπο μας : Ο άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης των αμφισβητήσεων μας, ο άγιος Τσε Γκεβάρα των συγκινήσεών μας, ο άγιος Φίλιπ Μάρλοου των ερευνών μας, η αγία Τζέην Φόντα των αγωνιών μας. Το ’68 φαίνεται ότι δεν έχει απλώς εγκατασταθεί στο εργοστάσιο νοσταλγίας που λειτουργεί μέσα στο κεφάλι μας, συγκατοικώντας με τον Λέοναρντ Κοέν και τα ποιήματα του Μπλας δε Οτέρο, αλλά επίσης φαίνεται ότι έχει παραγάγει καύσιμα επικών ποσοτήτων για να τροφοδοτήσει είκοσι χρόνια αντίστασης. Μας κράτησε πεισματάρηδες μέσα σ’ ένα έδαφος υποταγής, μας έβαλε στο στόμα το "Όχι" και το "στ’ αρχίδια μου ό,τι κι αν γίνει", εκατοντάδες φορές. Μας πρόσφερε δεκάδες φορές ανεργία, μας ανάγκασε να τριγυρίζουμε στον κόσμο πουλώντας την εργατική μας δύναμη και όσο το δυνατό μικρότερο μέρος της ψυχής μας, μας προστάτεψε από τους πειρασμούς της εξουσίας, μας απομάκρυνε από το δηλητηριώδες φίλημα του μεξικανικού κράτους. Η τουλάχιστον έφτιαξε για μας ένα αναπόφευκτο σημείο αναφοράς, χρήσιμο για την περηφάνια, την ενοχή και τη σύγκριση.
Έχω συναντήσει και κάποιους που λένε ότι όλα αυτά δεν υπήρξαν ποτέ. Μερικοί λένε ότι δεν βρίσκονταν εκεί, ότι ήταν κάποιοι άλλοι. Σ’ εμένα δεν πιάνουν τέτοιες μπούρδες. Ήμασταν εμείς, αλλά ήμασταν διαφορετικοί. Τότε ζω δεν σήμαινε θυμάμαι. Τότε ήταν πιο εύκολο το να ζεις.
Μοιραζόμασταν την αγάπη για τα σαντουιτσάδικα, την ομόφωνη ψήφο υπέρ της μίνι φούστας και το πάθος μας για τους Μπήτλς. Δεν ήμασταν οι μεν καλύτεροι από τους δε, παρότι ίσως τότε εμείς αυτό πιστεύαμε. Ήμασταν απλώς διαφορετικοί. Έβρεχε τις μέρες εκείνες και η πόλη είχε γίνει τεράστια. Εγώ ήθελα να συλλάβω το κίνημα μέσα σ’ ένα ποίημα και δεν τα κατάφερνα. Ευτυχώς άλλοι τα κατάφεραν.