Ο Χανς ανακεφαλαιώνει σε διάστημα λίγων ωρών την αποτυχία της αισθηματικής και επαγγελματικής του ζωής. Καταφεύγει στα σκαλιά του κεντρικού σιδηροδρομικού σταθμού σαν ζητιάνος, περιμένοντας (ή κάνοντας πως περιμένει) την επιστροφή της Μαρί, μιας γυναίκας την οποία αγάπησε κι έχασε και που εκείνη την ημέρα γυρίζει από το γαμήλιο ταξίδι της στη Ρώμη. Μακρύς μονόλογος χωρίς ψευδαισθήσεις, ανάμεικτος με προσωπικές μνήμες, που διακόπτεται μόνο από λίγες τηλεφωνικές συνομιλίες και μια σύντομη επίσκεψη του πατέρα: μια αφηγηματική φόρμα που ταιριάζει στην απόλυτη ένδεια του προσώπου, την ανικανότητά του να διεκδικήσει μια πλήρη μυθιστορηματική αλήθεια.
Ο Χανς προέρχεται από αστική οικογένεια. Η απόφασή του να γίνει κλόουν τον ρίχνει στο περιθώριο της καλής κοινωνίας, που ζει το όνειρο του γερμανικού θαύματος. Ανήκει στη γενιά εκείνων που, αν και πολύ νέοι για να στρατευθούν, μεγάλωσαν ακούγοντας τα ναζιστικά σλόγκαν. Η νέα κοινωνία της αφθονίας, που χτίστηκε πάνω στα ερείπια του πολέμου, είναι στα μάτια του αμετάκλητα ύποπτη, αφού οι πρωταγωνιστές της, λιγότερο ή περισσότερο εκτεθειμένοι στον ναζισμό, εξαγοράζουν φτηνά την καθαρή του συνείδηση. Και ο «προοδευτικός καθολικισμός», που επικρατεί στους αστικούς κύκλους της Βόννης, συμμετέχει πλήρως στη διάχυτη υποκρισία. Η ίδια του η μητέρα προεδρεύει σε μια επιτροπή για την «προσέγγιση των φυλών», μολονότι έχει προηγουμένως στείλει την κόρη της στην αντιαεροπορική άμυνα, για να διώξει τους Εβραίους από την «ιερή γερμανική γη». Εναντίον όλων αυτών στρέφει τα βέλη του ο Χανς, χωρίς να κρύβει την προσωπική του πικρία. Η Μαρί τον εγκατέλειψε για να παντρευτεί έναν από εκείνους τους μοντέρνους καθολικούς με τις μεγάλες προοπτικές που βρίσκονται στο προσκήνιο.
Στην κοινωνική υποκρισία ο Χανς αντιπαραθέτει την αληθινή μάσκα του σαλτιμπάγκου. Αλλά ο μορφασμός του κλόουν, μια απάντηση αισθητικο-ηθική, όχι όμως και ιδεολογική ή πολιτική, παραμένει θλιβερά αδύναμος. Πρόκειται για το μυθιστόρημα του τέλους της εποχής του Αντενάουερ. Κάτω από τη μελαγχολία του κλόουν που, όπως λέει ο ίδιος ο Μπελ, δεν έχει καμία σχέση με τον πεσιμισμό, χαράζει η στιγμή της εξέγερσης. Φεύγει ο κλόουν και έρχεται η στιγμή της Καταρίνα Μπλουμ.