"Ο Λένι είπε: "Πες πώς θα 'ναι όταν θα 'χουμε τη γη μας".
Ο Τζορτζ αφουγκραζόταν ν’ ακούσει τους μακρινούς ήχους. Για μια στιγμή πήρε ύφος ανθρώπου πρακτικού και μεθοδικού. "Κοίτα πέρα από το ποτάμι, Λένι, και θα σου πω, ώστε σχεδόν να το δεις".
Ο Λένι γύρισε το κεφάλι του και κοίταξε προς την αντίπερα όχθη της λίμνης και ψηλά προς τις σκοτεινιασμένες πλαγιές των Γκάμπιλαν. "Θα ' χουμε λίγη γη" άρχισε ο Τζορτζ. Έβαλε το χέρι στην πλαϊνή του τσέπη κι έβγαλε το λούγκερ του Κάρλσον."
Στην Αμερική του μεσοπολέμου, του κραχ, ο γιγαντόσωμος κι απλοϊκός Λένι κι ο μικρόσωμος κι έξυπνος Τζορτζ γυρνούν από τόπο σε τόπο, πλάνητες, αναζητώντας δουλειά. Ο Λένι δεν μπορεί να ξεχωρίσει το σωστό από το λάθος και του αρέσει ν’ αγγίζει τα απαλά πράγματα – τη γούνα ενός ζώου, τα μαλλιά μιας κοπέλας. Οι δυο αταίριαστοι αλλά αχώριστοι φίλοι πιάνουν δουλειά σ’ ένα αγρόκτημα, και εκεί, με αφορμή την όμορφη γυναίκα του μοχθηρού Κέρλι, που είναι ο γιος του αφεντικού, μια τραγωδία ξετυλίγεται.
To "Άνθρωποι και ποντίκια" είναι μια σκληρή μα και βαθιά ανθρώπινη ιστορία διαψευσμένων ονείρων. Από το 1937 που εκδόθηκε, έχει παρουσιαστεί πάμπολλες φορές στο θέατρο, έχει διασκευαστεί για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση, και θεωρείται από τα αναμφισβήτητα αριστουργήματα της αμερικανικής λογοτεχνίας του 20ου αιώνα.