Οι πληροφορίες που ο ίδιος ο Debord μάς παρέχει για τα πρώτα χρόνια της νιότης του είναι λιγότερο φειδωλές. Ίσα ίσα, φαίνεται ότι θεωρεί πως αυτά ακριβώς τα χρόνια δεν τα εγκατέλειψε ποτέ και πως ό,τι τότε τον διέπλασε, ό,τι τότε ο ίδιος επέλεξε, ό,τι τότε τον καθόρισε, ό,τι τότε ο ίδιος οραματίστηκε, ονειρεύτηκε και σχεδίασε, παρέμειναν οι αναλλοίωτες σταθερές του, οι απόλυτοι και αμετάκλητοι οδοδείκτες του. Ο Guy Debord (1931-1994) υπήρξε ένα από τα μεγαλύτερα ανατρεπτικά πνεύματα του περασμένου αιώνα. Υπήρξε μια προσωπικότητα γοητευτική, ένας άνθρωπος της περιπέτειας, ένας λαμπρός θεωρητικός, ένας απόλυτα πρωτότυπος δημιουργός. Ήταν ποιητής, αλλά ποιητής του αρνητικού. Όλες του οι δραστηριότητες ήταν οργανωμένες αυστηρά από τον ίδιο και δημοσιοποιημένες επίσης αυστηρά από τον ίδιο. Εξέδωσε πειραματικά βιβλία σε ελάχιστα αντίτυπα, που άσκησαν σχεδόν αμέσως μετά την κυκλοφορία τους τεράστια επίδραση στην τέχνη της τυπογραφίας. Δημιούργησε εφτά κινηματογραφικές ταινίες, που άλλαξαν άρδην την έβδομη τέχνη. Διηύθυνε μια επιθεώρηση που προκάλεσε μια επανάσταση. Επεξεργάστηκε θεωρίες που δεν διαψεύσθηκαν ποτέ από τα γεγονότα.
Υπάρχει μια προσωπικότητα, μια εμβληματική μορφή του εικοστού αιώνα, ένας επαναστάτης, συγγραφέας, καλλιτέχνης. Άκουγε στο όνομα Ουίλιαμ Σιούαρντ Μπάροουζ. Επηρέασε τους πάντες και τα πάντα: τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε την τέχνη, το γράψιμο, την εικαστική έκφραση, τον κινηματογράφο, το ροκ· τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε εντέλει την ίδια τη ζωή. Ανακάτεψε ξανά την τράπουλα. Ανέτρεψε τα δεδομένα. Ήταν από εκείνους που δεν παίζουν με τους κανόνες αλλά τους αναδημιουργούν, τους επινοούν και τους επιβάλλουν - όχι με τη βία, αλλά με μια σπάνια μειλιχιότητα, με μια καταλυτική και ακαταμάχητη ηδύτητα. Εθισμένος στο γράψιμο, ένας κατ' εξοχήν μανιακός της γραφομηχανής, ηχοδιδάσκαλος του λεκτικού συστήματος, ο Μπάροουζ γεννήθηκε στις 5 Φεβρουαρίου του 1914 και άλλαξε τον κόσμο. Στο "Ιλιγγιώδες καλειδοσκόπιο" πραγματοποιείται μια κατάδυση στη ζωή και το έργο του, με εκτενείς αναφορές σε αδημοσίευτη στην Ελλάδα ξενόγλωσση βιβλιογραφία.
Σε μια Αθήνα που τρεκλίζει, σε έναν κόσμο που παραπαίει, μια γυναίκα και ένας άντρας αποφασίζουν να ζήσουν όπως αγαπάνε, με όσα αγαπάνε και για όσα αγαπάνε. Ζούνε σε μια κατοικία στον λόφο, ακούνε Μπετόβεν και Τσιτσάνη, δεν έχουν τηλέφωνο. Αυτή γράφει ένα βιβλίο για το Κακό. Αυτός της γεμίζει το ποτήρι, τής ετοιμάζει το κολατσιό, τής ανάβει το τσιγάρο, τής λούζει τα μαλλιά, την πνίγει στα φιλιά. Μετά τον Διασυρμό, αυτό το εγκώμιο της φιλίας, ο Μπαμπασάκης στο δεύτερο μέρος της Τριλογίας του Χάους Αγάπη/Love, αποθεώνει την αγάπη.
Στο βιβλίο παρουσιάζονται τα κινήματα της πρωτοπορίας που άρχισαν να συγκροτούνται και να δρουν μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ιστορία τους έμεινε μια κρυφή υποσημείωση, ένας θαμπός αστερίσκος στο βιβλίο της ανησυχίας του εικοστού αιώνα. Κι όμως, αν ο αιώνας μας κοχλάζει, συνέβαλαν αυτά ακριβώς τα κινήματα στην αύξηση της θερμοκρασίας - αυτά πυροδότησαν τους μηχανισμούς που οδήγησαν σε εκρήξεις, αυτά οργάνωσαν τον πυροκροτητή. Και τούτο, επειδή έτσι αποφάσισαν, έτσι θέλησαν, κι έτσι έδρασαν.
Αθήνα σήμερα. Αθήνα μπρος και πίσω στον χρόνο. Σε αυτό το βιβλίο ο Μπαμπασάκης με τη χειμαρρώδη, σχεδόν καταιγιστική αφήγηση γίνεται ο χρονικογράφος «των στοιχειών και των αερικών της Κυψέλης» και «της Shakespeare Squadron».. Ανασταίνει πολύ παραστατικά μια εποχή και την επανασυστήνει στους νεότερους, την ίδια στιγμή σύγχρονοί μας καλλιτέχνες, διανοούμενοι, συγγραφείς γίνονται ήρωες, συνομιλούν και περπατούν στους δρόμους της Κυψέλης, της γειτονιάς-καταφύγιο και ορμητήριο του συγγραφέα. Ένα πολύ ζωντανό κείμενο που σε κάποιους κάτι θα θυμίσει και σε κάποιους άλλους κάτι θα μάθει.
Συστήνεται ως ρακοσυλλέκτης στιγμών και ως εθνογράφος των δρόμων, χαρακτηρίζεται ιχνηλάτης των βιβλίων και αναρχικός του πνεύματος και από σήμερα είναι ο ξεναγός μίας εποχής που ο χρόνος έδωσε μια αίγλη και η ιστορία μια άφεση... Ο Γιώργος Ίκαρος Μπαμπασάκης μας ταξιδεύει πίσω στο χρόνο, όχι πολύ παλιά, ούτε και πρόσφατα, αλλά τότε που στην Αθήνα οι παρέες έγραφαν ιστορία, τα στέκια μαγνήτιζαν τους «φίλους» που η πένα τους, οι στίχοι τους και ο βίος τους άφησαν ανεξίτηλη την σφραγίδα στο μεταίχμιο μιας αλλαγής.
Η «Κοκό» αν δεν ήταν μυθιστόρημα, σίγουρα θα ήταν ντοκιμαντέρ. Καλή ανάγνωση!
Ένα μυθιστόρημα όπου η μνήμη και η φαντασία σμίγουν. Αρχείο και τεκμηρίωση σε ένα μοντάζ ονείρων. Η Αθήνα που πάλλεται από το αφηνιασμένο ροκ αλλά και την έκρηξη της κουλτούρας στην αυγή της Μεταπολίτευσης. Βιβλία, δίσκοι, ταινίες και περιοδικά που καθόρισαν έναν τρόπο ζωής που αρνιόταν ακόμα και την άρνηση. Αιρετικοί των αιρέσεων, ατίθασοι ποιητές, ρομαντικοί τυχοδιώκτες, αμετανόητοι εραστές, μοιραίες κοπέλες και ατίθασα νιάτα σ' έναν τρελό χορό έντασης και πάθους με καταλύτη το χιούμορ. Το "Πάρκο" ολοκληρώνει την Τριλογία του Χάους, μετά τον "Διασυρμό" και το "Αγάπη/Love".