Τρεις από τις επτά πύλες της πόλης είχαν πια κυριευτεί κι οι μέχρι χτες σκλάβοι, οι πεινασμένοι, οι ματωμένοι, οι εξανδραποδισμένοι, γονάτιζαν το θεριό, άλωναν την Τριπολιτσά.
«Πού πας, μπρε Νικόλα, μονάχος;» φώναξε οργισμένος ο Κολοκοτρώνης κι έκαμε να κινηθεί, να τον γυρίσει πίσω στην αράδα.
«Πάω ν’ ανταμώσω την Αργυρούλα μας», του αποκρίθηκε και ξεθηκάρωσε την κοφτερή του πάλα. «Ή να γδικηθώ τον θάνατό της…»
Πρώτοι μήνες της Επανάστασης κι ο αέρας της λευτεριάς σαρώνει τα σκλαβωμένα χώματα της πατρίδας απ’ τη Μακεδονία και το Αιγαίο μέχρι το Μεσολόγγι και τον Μοριά.
Ο Νικόλας, η Δέσπω, ο Στέφανος, η Αργυρώ, ο Σίμος, ο μικρός λαός τούτου δω του μυθιστορήματος, μορφές και ψυχές της Επανάστασης, παλεύουν θεριεμένα για τ’ άπιαστο όνειρο και δοκιμάζονται σκληρά απ’ την ανθρώπινη μοίρα. Ζυμώνονται με τη φωτιά και το μπαρούτι, πολεμούν, αγαπούν, θρηνούν, πονούν. Μα, επιτέλους, ανασαίνουν λεύτερα.
Μετά το Σούλι και το Ζάλογγο, τα Ψαρά, τ’ Ανάπλι, η Τριπολιτσά. Τόποι μαρτυρικοί, τόποι ιεροί, μα και τόποι αφάνταστου ηρωισμού.
Κει όπου οι σκλάβοι γίνονται άνθρωποι.
Κει όπου οι ραγιάδες γίνονται Έλληνες.