Ύστερα από την ηχηρή οικονομική, πολιτισμική, κοινωνική και περιβαλλοντική αποτυχία των σχεδιασμένων οικονομιών, και μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και τον οικονομικό μετασχηματισμό της Κίνας, η οικονομία της αγοράς έχει γίνει το κυρίαρχο μοντέλο οργάνωσης των κοινωνιών μας. Aκόμα και στον «ελεύθερο κόσμο», η πολιτική εξουσία έχει χάσει επιρροή έναντι της αγοράς και νέων φορέων οικονομικής δράσης. Οι ιδιωτικοποιήσεις, η έμφαση στον ανταγωνισμό και η παγκοσμιοποίηση, αλλά επίσης το ανεξάρτητο δικαστικό σύστημα και οι ανεξάρτητες ρυθμιστικές αρχές, περιορίζουν το πεδίο της κρατικής πρωτοβουλίας. Ωστόσο, η οικονομία της αγοράς δεν νίκησε κατά κράτος. Δεν κέρδισε ούτε τον νου ούτε τις καρδιές των ανθρώπων. Η εναντίωση σε αυτήν είναι διάχυτη: πολλοί στηλιτεύουν τον θρίαμβο της οικονομίας σε βάρος των ανθρωπιστικών αξιών, που διαμορφώνει έναν κόσμο δίχως έλεος και συμπόνια, παραδομένο στα ιδιωτικά συμφέροντα. Ένα σύνθημα δημοφιλές παντού υπενθυμίζει ότι «ο κόσμος δεν είναι εμπόρευμα προς πώληση».
Όταν ο Jean Tirole κέρδισε το βραβείο Nobel Οικονομικών Επιστημών, το 2014, άρχισε ξαφνικά να πολιορκείται από γνωστούς και αγνώστους οι οποίοι ζητούσαν τη γνώμη του για τα τρέχοντα οικονομικά ζητήματα, που ήταν συνήθως άσχετα με το ερευνητικό του έργο. Αυτό του έδωσε το κίνητρο να στοχαστεί βαθύτερα πάνω στον ρόλο του κράτους και των επιχειρήσεων, την ανεργία και την κλιματική αλλαγή, την ψηφιακή οικονομία και τη βιομηχανική πολιτική, τα δίκτυα και τον ρόλο της Ευρώπης, προσπαθώντας να αποσαφηνίσει πώς η οικονομική επιστήμη και οι οικονομολόγοι μπορούν στις μέρες μας να υπηρετήσουν με συνέπεια το συλλογικό κοινωνικό συμφέρον. Καρπός αυτής της διαδικασίας μετατροπής του Jean Tirole σε δημόσιο διανοούμενο είναι το παρόν βιβλίο.
Η δημιουργία χρήματος και η άσκηση νομισματικής πολιτικής θα πρέπει να οδηγήσει σε ανάκτηση του δημοκρατικού ελέγχου. Σήμερα τα θέματα αυτά παραείναι σημαντικά για να τα πραγματεύονται από αμιγώς τεχνική σκοπιά οι ανεξάρτητες αρχές. Οι ανεξάρτητες διοικητικές αρχές έχουν ήδη βρει τη νομιμοποίησή τους στις δημοκρατίες μας.
Ωστόσο, τα αντίβαρα της ανεξαρτησίας (ευθύνη, διαφάνεια και αντανακλαστικότητα) θα πρέπει να ενισχυθούν και να προσαρμοστούν καλύτερα στις σημερινές δραστηριότητες των Κεντρικών Τραπεζών. Ανεξαρτησία δεν σημαίνει απουσία διαβούλευσης και συντονισμού με άλλες πολιτικές: αυτό ακριβώς είναι που λησμονήθηκε επί μακρόν. Το να ανακτήσουν οι Κεντρικές Τράπεζες τον προστατευτικό τους ρόλο, και να επαναπροσδιοριστεί η ανεξαρτησία τους, κρίνεται σήμερα ακόμα πιο αναγκαίο, καθώς η πολιτική των Κεντρικών Τραπεζών –όπως και άλλων δημοσίων αρχών, έπειτα από τη φιλελεύθερη στροφή που σημειώθηκε από τη δεκαετία του ’80 και μετά– ορισμένες φορές απομακρύνθηκε από τις αρχές του κοινωνικού κράτους, με αρνητικές συνέπειες στην οικονομία, τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και τις ανισότητες.
Όπως ισχύει για κάθε δημοκρατικό θεσμό, το Δίκαιο δεν μπορεί από μόνο του να εγγυηθεί την ουσιαστική νομιμοποίηση της Κεντρικής Τράπεζας. Εκείνη κρίνεται με βάση τις πράξεις της, άρα και με βάση την ικανότητά της να εξασφαλίζει στην κοινωνία προστασία απέναντι στις οικονομικές και χρηματοπιστωτικές κρίσεις, όπως επίσης και να παρέχει τη δημόσια υπηρεσία του νομίσματος. Μόνο έτσι θα μπορέσει να διατηρήσει τη λαϊκή υποστήριξη, που αποτελεί και την πηγή της εξουσίας της.
Trier par:
Tout Effacer