Το 1916, στη διάρκεια του τρίτου χρόνου του Α΄ παγκοσμίου Πολέμου, η Ελλάδα προσπαθεί να διατηρήσει στάση ουδετερότητας. Όταν η Βουλγαρία εισβάλλει στη Μακεδονία, το Δ΄ Σώμα Στρατού, που εδρεύει εκεί, βρίσκεται μεταξύ σφύρας και άκμονος.
Η πρόταση του επικεφαλής του Σώματος μοιάζει εξωπραγματική, αλλά πραγματοποιείται: ολόκληρο το Δ΄ Σώμα στρατού (πάνω από 7000 άνδρες) μεταφέρθηκε και παρέμεινε για περισσότερο από δύο χρόνια σε ένα ιδιάζον καθεστώς άτυπης αιχμαλωσίας στη γερμανική πόλη Γκαίρλιτς. Οι φιλοξενούμενοι Έλληνες στρατιώτες δεν μπορούσαν να εγκαταλείψουν το γερμανικό έδαφος. Παρά το γεγονός ότι είχαν εξόδους και μπορούσαν να κυκλοφορούν ελεύθεροι στη γερμανική πόλη, κάθε βράδυ επέστρεφαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Μολονότι η υποδοχή ήταν αρχικά πολύ ζεστή, οι συνθήκες διαβίωσης στις ξύλινες παράγκες του στρατώνα ήταν φρικτές (αφόρητο κρύο και κακή διατροφή). Οι εξασθενημένοι οργανισμοί των στρατιωτών και οι βαριές αρρώστιες που ακολούθησαν, όπως η ισπανική γρίπη, οδήγησαν περισσότερους από τριακόσιους από αυτούς στον θάνατο.
Ο διαχωρισμός των Ελλήνων στρατιωτών σε βενιζελικούς και βασιλικούς συνεχίστηκε και στο Γερμανικό έδαφος, με τις σχέσεις των στρατιωτών με τη γερμανική διοίκηση να βρίσκονται σε τεταμένη ατμόσφαιρα.
Ωστόσο, παρά τις όποιες δυσκολίες και υπό το καθεστώς του πολέμου, οι Έλληνες στρατιώτες έπαιξαν αξιοσημείωτο ρόλο στη πνευματική δράση της κοινότητάς τους: εξέδωσαν τη δική τους καθημερινή εφημερίδα στα ελληνικά, «Τα Νέα του Gorlitz», και πραγματοποίησαν τις πρώτες ηχογραφήσεις ρεμπέτικων και παραδοσιακών τραγουδιών.
Αναμιγνύοντας την υψηλή αισθητική και την τεκμηριωμένη έρευνα ο Θανάσης Πέτρου παρουσιάζει με απίστευτη ζωντάνια τη διαδρομή των Ελλήνων στρατιωτών του Δ’ Σώματος Στρατού μέχρι το Γκαίρλιτς, και την επώδυνη-πολυπόθητη επιστροφή στην Ελλάδα τον Φεβρουάριο του 1919 όπου και χαρακτηρίστηκαν από τους Έλληνες ως προδότες.