ΠΕΥΚΟ
Κατέφθασαν από μακριά οι σύντροφοί μου
άνυδροι όλοι τους
ρωγμές τα χείλη,
φτύνουν λευκό χώμα και αλάτι
Μ' άρπαξαν
βυζάξαν το νερό
από την τρύπα στο πλευρό μου
Στράγγιξα
Έπειτα φάγαν
και τα καρφιά και το ξύλο
Στις παπαρούνες απάνω πλάγιασαν
άνοιξαν τα μάτια
όμοιος ομοίω αεί πελάζει
-μουρμούρισαν-
μα δεν θυμόνταν καν το όνομά μου
[Από την έκδοση]