Σαν τα παιδιά, η Ντίκινσον ρουφάει τον κόσμο αφιλτράριστο – κάθε χαρά της είναι απέραντη, κάθε της λύπη απαρηγόρητη. Οι στίχοι της είναι ένα διαρκές ανάκρουσμα οριακών συναισθημάτων, μια ακροβασία πάνω στο δίκοπο ξυράφι της συντριβής και της ευδαιμονίας. Δεν υπάρχει τίποτε νερωμένο εδώ, τίποτε το χλιαρό, τίποτε το μέτριο.
Τα θέματά της είναι συναφή με την ποιητική της κι αυτή πάλι ταυτίζεται με τη βιοθεωρία της. Καθαρά ρομαντική, τρεις θεούς προσκυνά: τη Λέξη, την Έκσταση και την Αλήθεια. Πάει να πει, κατά σειρά: τη δύναμη της έκφρασης, τη μέθη της ζωής και την αυθεντικότητα του βιώματος.
Ο καιρός και ο τόπος στάθηκαν φιλέταιροι για το κορίτσι απ’ το Άμχερστ. Έζησε στη βαθιά επαρχία όταν όλη η Αμερική ήταν τέτοια – μακριά από τον θόρυβο και τους περισπασμούς, προστατευμένη από τον «αρχόμενο αιώνα της εξυπνάδας». Είχε την πρόνοια μάλιστα, ή την τύχη, να μη συναγελαστεί το λογοτεχνικό συνάφι, που ανθρώπους της δικής της φτιαξιά πάντοτε τους μολύνει. Τι ήταν και τι ήθελε το λένε μόνο τα ποιήματά της. Αυτό το θαύμα του ατόφιου λυρισμού, αυτό το διαρκές τραγούδι που λάμπει ανεξαρτήτως της αφορμής, στον ενθουσιασμό ή την πικρία, στην αλγηδόνα ή τη χαρά, στη γνώση ή την απόγνωση, σ’ ό,τι μικρό ή μεγάλο.