Την πρώτη κιόλας μέρα του στο νέο του σχολείο, στο Μάριαμπρον, ένα μοναστήρι της Μεσαιωνικής Γερμανίας, ο νεαρός Χρυσόστομος που έφτασε εκεί με άμαξα συνοδευόμενος από τον πατέρα του, θα αναγκαστεί να α νταλλάξει γροθιές με κάποιους από τους συμμαθητές του και θα δεχθεί την πρώτη του επίπληξη από τον εποπτεύοντα, όμως, θα κάνει και τη γνωριμία του με τον αδελφό Νάρκισσο, σχεδόν συνομήλικό του, που θα τον εντυπωσιάσει με την εμφάνιση και την προσωπικότητά του. Ο αδελφός Νάρκισσος πάλι, από τη μεριά του, που έχει τη δύναμη, όπως πιστεύει, να διαβάζει τη μοίρα των ανθρώπων, θα δει πως έχει μπροστά του ένα όμορφο και χαρισματικό αγόρι που ο προορισμός του, σε καμιά περίπτωση, δεν είναι να απαρνηθεί τα εγκόσμια και γενικά να ακολουθήσει την ασκητική ζωή των μοναχών.
Έτσι, με τη φιλία και τη συμπάθεια που αναπτύσσεται ανάμεσά τους, προσπαθεί να βοηθήσει τον νεαρό προστατευόμενό του να βρει το δρόμο του και να πραγματοποιήσει τα οράματά του. Κι ενώ ο ίδιος αφοσιώνεται στους φιλοσοφικούς του διαλογισμούς και στη νηστεία και προσευχή, έγκλειστος του Μάριαμπρον, ο Χρυσόστομος εγκαταλείπει το μοναστήρι και, αδίστακτα, "βουτάει" κυριολεκτικά σε μια θάλασσα αίματος και λαγνείας. Ακολουθώντας το δρόμο που χαράσσει η μοίρα του, θα περάσει δια πυρός και σιδήρου κάνοντας τη γνωριμία και των πιο ανομολόγητων πράξεων, μα παντού και πάντα, κυνηγώντας αδιάκοπα το όραμα της καλλιτεχνικής τελειότητας που, αλίμονο, είναι τόσο φευγαλέο.