Ο παρών τόμος του Αντρέγιεφ συγκεντρώνει δύο αριστουργηματικές νουβέλες του συγγραφέα, σε σπουδαία μετάφραση από τα ρωσικά της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ.
Το παραληρηματικό αφήγημα "Εκείνος", γραμμένο το 1913, έρχεται σε απευθείας διάλογο με τον Έντγκαρ Άλλαν Πόου και το "Στρίψιμο της βίδας" του Χένρυ Τζέημς. Ένας άφραγκος φοιτητής της Πετρούπολης βρίσκει αναπάντεχα δουλειά ως οικοδιδάσκαλος σ' ένα απομονωμένο σπίτι σε κάποιο χωριό δίπλα στη θάλασσα, όπου κυριαρχούν η θλίψη και η μελαγχολία και όπου ο κύριος του σπιτιού γελάει παράδοξα στις πιο παράξενες καταστάσεις. Μία του κόρη έχει πνιγεί στα γκρίζα νερά της θάλασσας και η γυναίκα του, που δεν εμφανίζεται ποτέ, ακούγεται να παίζει πιάνο από κάποιο κλειστό δωμάτιο. Ώσπου εμφανίζεται στον νεαρό οικοδιδάσκαλο εκείνος, ένα φασματικό πρόσωπο με το οποίο αποκτά σχεδόν σωματική επαφή. Κι αρχίζει το αριστοτεχνικό παιχνίδι του συγγραφέα με τον ήρωά του και τον αναγνώστη, γύρω από την ύπαρξη του αλλόκοτου επισκέπτη και το σταδιακό παραλήρημα του φοιτητή.
Το "Κόκκινο γέλιο", που κυκλοφόρησε το 1905, είναι η πιο φιλόδοξη και πειραματική νουβέλα του Αντρέγιεφ. Αποτελείται από 19 αποσπάσματα και χωρίζεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος ο αφηγητής είναι ένας αξιωματικός του ρωσικού στρατού που πολεμά στη Μαντζουρία, στον καταστροφικό Ρωσοϊαπωνικό πόλεμο του 1904. Τραυματίζεται βαριά και επιστρέφει στην οικογένειά του σωματικά αλλά και πνευματικά ανάπηρος.
Στο δεύτερο μέρος αφηγητής γίνεται ο αδελφός του αξιωματικού. Για τον Αντρέγιεφ οι αποτρόπαιες πράξεις της νέας μορφής πολέμου μαρτυρούσαν την υπέρτατη εξαχρείωση μιας κοινωνίας για την οποία ο ίδιος είχε ήδη βγάλει διάγνωση: ασθένεια ανίατη.
Στο "Κόκκινο γέλιο" κάνει την πρώτη της εμφάνιση εκείνη η τραχιά και νευρική, σχεδόν πυρετώδης γραφή που πολλοί κριτικοί τη θεώρησαν πρόδρομο του εξπρεσιονισμού. Ο Αντρέγιεφ ήθελε να εικονογραφήσει τη νουβέλα με αναπαραγωγές από τη σειρά χαρακτικών "Τα δεινά του πολέμου" του Γκόγια.
Ο Αντρέγιεφ καταφεύγει ολοένα περισσότερο στο πειραματικό, το φανταστικό και το εξπρεσιονιστικό στοιχείο για να αποδώσει ακέραιη τη φρίκη του προσωπικού του οράματος. Στο "Κόκκινο γέλιο" ο κόσμος είναι ένας εφιάλτης ιδωμένος με τα μάτια ενός ανθρώπου που γλίστρησε στην τρέλα. Η φωνή του αφηγητή είναι αποσπασματική, φοβισμένη και δύσπιστη, καθώς προσπαθεί απεγνωσμένα να κατανοήσει τις αλλεπάλληλες φρικαλεότητες, τον βίαιο θάνατο, την οδύνη και το αίμα. Ο φυσικός κόσμος έχει μολυνθεί από μια ανίατη ασθένεια· ο χρόνος έχει εκτροχιαστεί. Η μέρα και η νύχτα, το σωστό και το λάθος, ο φίλος και ο εχθρός είναι διακρίσεις ίδιες ενός άλλου κόσμου. Οι ατέλειωτες ερωτήσεις του αφηγητή καταλήγουν να επαναλαμβάνονται, με εμμονή. Το νόημα και η γλώσσα βυθίζονται στην τρέλα και αποσαθρώνονται.