Το κείμενο "Αυτός ο πόλεμος" είναι η μαρτυρία, η εξομολόγηση, η προσπάθεια εξιλέωσης και ταυτόχρονα η προφητεία ενός μεγάλου συγγραφέα για την πατρίδα του, τους συμπολίτες του, τον κόσμο της εποχής του αλλά και τον εαυτό του.
Γράφτηκε τον Δεκέμβριο του 1939 και προοριζόταν για τη νεοϋρκέζικη Herald Tribune. Στις αρχές του επόμενου χρόνου κυκλοφόρησε και στα γερμανικά, αλλά οι ναζί κατέσχεσαν όλα τα αντίτυπα όταν εισέβαλαν στο Άμστερνταμ.
Ο εθνικοσοσιαλισμός εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο τις ιστορικές και οικονομικές κακουχίες του γερμανικού λαού. Η δικτατορία βρήκε πρόσφορο έδαφος στα πάθη του, τα παρόξυνε και τα ποδηγέτησε. Όταν ένας λαός γίνεται σύσσωμος έρμαιο μιας τραχιάς, στριγκής, ημιπαράφρονος φωνής και αφήνεται να υπνωτιστεί από υποβλητικές μαζικές τελετές συλλογικής μύησης προκειμένου να αναπληρώσει αυτό που έχει, υποτίθεται, χάσει, ποια δύναμη του λόγου μπορεί εδώ να αντισταθεί; Η ψυχική, πνευματική, ηθική και πολιτική παράδοση έχει επιτελεστεί πολύ νωρίτερα. Η ιστορία αυτή εμπεριέχει μια αιώνια υπόμνηση και προειδοποίηση για τις δημοκρατίες.
Το διάβημα του Τόμας Μαν είναι, νομίζω, συμβολικό και εκφράζει την ανάγκη του να μιλήσει χωρίς να ελπίζει. Ως εθνικός συγγραφέας, δεν μπορεί να ελπίζει.
Προβαίνει, εντούτοις, σε μια σειρά από ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις που δεν είναι απλές διαπιστώσεις αλλά, αν προσέξουμε, έχουν κατά βάθος έναν ηθικό χαρακτήρα, κάτι σαν συμβολική εξιλέωση ενός ολόκληρου έθνους. Οι Γερμανοί παρασύρονται από την άθλια προπαγάνδα και την εγκληματική αγκιτάτσια του αντισημιτισμού και του ρατσισμού και καταδέχονται μια κίβδηλη ανακούφιση των παθών τους: δαιμονοποιώντας τους Εβραίους και άλλους, μπορούν επιτέλους να νιώσουν οι ίδιοι υπέρτεροι, ισχυροί, ανίκητοι. Όπως, όμως, ορθά επισημαίνει ο Μαν, το αίσθημα φυλετικής ανωτερότητας λίγη χαρά έμελλε να δώσει σε εκείνους που, με τις επιλογές τους, όχι μόνο έβαλαν τις βάσεις της μελλοντικής τους καταστροφής, αλλά στάθηκαν προπάντων οι ίδιοι μάρτυρες του αργού και βασανιστικού ηθικού τους θανάτου.
(από το Επίμετρο του Κωνσταντίνου Παπαγεωργίου)
Καινούργια μετάφραση του κορυφαίου έργου του Τόμας Μαν. Η έκδοση συνοδεύεται από κείμενα του Γεράσιμου Βώκου (Ο Δόκτωρ Φάουστους και η φιλοσοφία), του Θανάση Χατζόπουλου (Ο Δόκτωρ Φάουστους και η ψυχανάλυση) και της Όλυς Ψυχοπαίδη (Ο Δόκτωρ Φάουστους και η μουσική)
Ο Δόκτωρ Φάουστους, κορυφαίο έργο του Τόμας Μαν, εξιστορεί τη ζωή του συνθέτη Άντριαν Λέβερκυν. Το μυθιστόρημα εξελίσσεται σε τρία επίπεδα: ιστορία ενός μεγαλοφυούς μουσικού που πάσχει από σύφιλη (είναι μεγαλοφυής επειδή είναι άρρωστος)· συμβολική αναπαράσταση της καθημερινής ζωής της Γερμανίας (η αρρώστια είναι ο Χιτλερισμός)· περιγραφή της καθημερινής ζωής στο Μόναχο, όταν οι σύμμαχοι βομβαρδίζουν την πόλη και ο ναζισμός καταρρέει (έγκλημα και τιμωρία). Ο Λέβερκυν έχει άραγε συνάψει συμφωνία με τον διάβολο, ο οποίος του δίνει το χάρισμα της μεγαλοφυΐας με αντάλλαγμα την υγειά του και την ψυχή του, όπως και ο Φάουστ της λαϊκής γερμανικής παράδοσης ή απλώς ο Λέβερκυν αποδίδει στο διάβολο τη δική του έλξη προς το Κακό; Ο διάλογος με τον διάβολο, που θυμίζει Ντοστογιέφσκι, ακολουθεί σε μεγάλο βαθμό τη λαϊκή φυλλάδα «Ιστορία του διαβόητου μάγου και νεκρομάντη Φάουστους». Παράλληλα, ο Μαν προσδίδει στον Λέβερκυν πολλά στοιχεία από την προσωπικότητα του Νίτσε (του οποίου η ασθένεια εξελίχθηκε κατά παρόμοιο τρόπο), ενώ για την περιγραφή των μουσικών συνθέσεων του ήρωά του ο Μαν εμπνέεται από τη θεωρία και το έργο του Arnold Schοnberg. Η μουσική δημιουργία του Λέβερκυν συνδέει τα άκρα μεταξύ τους: τον πρωτογονισμό με την εκζήτηση, τις εγκεφαλικές συλλήψεις με τη βιαιότητα. Αντιστρέφει τις αξίες: οι μεγάλες συνθέσεις του Λέβερκυν βρίσκονται στον αντίποδα της Ενάτης του Μπετόβεν και της Ωδής στη Χαρά είναι η αποθέωση της οδύνης και της μηδενιστικής απελπισίας, το δοξαστικό της ισχύος, η αισθητική της βαρβαρότητας. Ο Μαν αναμειγνύοντας τη φιλοσοφία, την ιστορία, την πολιτική και την αισθητική συνθέτει μια σπαραχτική αλληγορία της ναζιστικής Γερμανίας, μια τραγωδία για την κρίση του σύγχρονου πολιτισμού και την ήττα του ουμανισμού. Εδώ, ο διάβολος είναι μόνος, χωρίς αντίπαλο· αντίθετα από τον Φάουστ του Γκαίτε, του Μάρλοου, και του Λέσσινγκ δεν βρίσκει απέναντί του άλλες δυνάμεις, θεϊκές και καλόγνωμες.