Ο Τζάσπερ Γκουίν είναι συγγραφέας. Ζει στο Λονδίνο και απ’ ό,τι φαίνεται είναι ένας άντρας που αγαπάει τη ζωή. Ξαφνικά νιώθει την επιθυµία να σταµατήσει. Ίσως να σταµατήσει να γράφει, όµως δεν πρόκειται για την κρίση που πλήττει τους συγγραφείς. Ο Τζάσπερ Γκουίν δείχνει πως θέλει ν’ αλλάξει οπτική, να φτάσει στο µεδούλι µιας µαγείας.
Ο Αλεσσάντρο Μπαρίκκο διεισδύει στις κρυφές συµµετρίες αυτού του µυστηρίου µε το σίγουρο και άνετο βήµα ανθρώπου ο οποίος γνωρίζει και αγαπάει τα µονοπάτια που διατρέχει. Χειρίζεται δύο υπέροχα πρόσωπα που, στα µισά του µυθιστορήµατος, δίνουν το ένα στο άλλο τη σκυτάλη, κι αν δουλειά του κυρίου Γκουίν είναι ν’ ανακατέψει την τράπουλα του µυστηρίου, η κοπέλα έχει το καθήκον να την ξαναβάλει στη σειρά, για να φτάσει τελικά σε κάτι, παράτολµα και κρυστάλλινα προφανές.
Θα συναντηθούμε τρεις φορές,
όμως κάθε φορά θα είναι μοναδική,
η πρώτη, η τελευταία.
Στο τελευταίο µυθιστόρηµα που έγραψα, µε τίτλο "Μίστερ Γκουίν", σε κάποιο σηµείο γίνεται αναφορά σ’ ένα βιβλιαράκι µε τίτλο "Τρεις φορές το ξηµέρωµα", γραµµένο από κάποιον Ακάς Ναραγιάν, Άγγλο ινδικής καταγωγής. Πρόκειται φυσικά για ένα βιβλίο φανταστικό, ωστόσο στις φανταστικές περιπέτειες που εξιστορούνται µέσα εκεί, αυτό αποκτά έναν ρόλο κάθε άλλο παρά δευτερεύοντα. Γεγονός είναι πως, ενώ έγραφα εκείνες τις σελίδες, µου γεννήθηκε η επιθυµία να γράψω και αυτό το βιβλιαράκι, κάτι για να δώσω µια ανάλαφρη και µακρινή συνέχεια στον Μίστερ Γκουίν, κάτι για τη γνήσια ευχαρίστηση να κυνηγήσω µια ιδέα που είχα στο µυαλό µου. Έτσι, µόλις τελείωσα τον Μίστερ Γκουίν, στρώθηκα να γράψω το "Τρεις φορές το ξηµέρωµα", και πράγµατι το έκανα µε µεγάλη ευχαρίστηση.