Οι "Μεγάλες μορφές της λογοτεχνίας" έχουν ένα δραματικό και τρυφερό συνάμα παρελθόν: Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, και πιο συγκεκριμένα το 1969 και το 1970, καθώς ήταν υποχρεωμένος ο Τάσος Λειβαδίτης να βιοπορίζεται, ως δημοσιογράφος, δημοσίευε τις "μονογραφίες" του για τους συγγραφείς και ποιητές του παρόντος τόμου σ' ένα περιοδικό ποικίλης ύλης. Το όνομά του όμως ήταν απαγορευμένο από τη Χούντα, γι' αυτό χρησιμοποιούσε στα κείμενά του το ψευδώνυμο "Α. Ρόκος". Μες στην ολέθρια "συγκυρία" της δικτατορίας ο σπουδαίος μεταπολεμικός μας ποιητής βρήκε την ευκαιρία για να συνθέσει τα λογοτεχνικά πορτραίτα του βιβλίου: πορτραίτα γεμάτα τρυφερότητα, πόνο, ανθρωπιά, αλλά και ποιητική συναντίληψη· πορτραίτα δημιουργών που υπήρξαν στο μάκρος εκατόν τριάντα χρόνων ελληνικής ζωής θεμελιωτές όχι μόνο του ποιητικού προσώπου της χώρας μας, αλλά και ενός ηθικού και πνευματικού υποδείγματος.
Η γραφή αυτών των πορτραίτων, χάρη στο φιλάνθρωπο "πνεύμα" της, συνιστά μια ισχυρή αμφισβήτηση του απάνθρωπου κλίματος της τότε εποχής, ενώ η συγκέντρωση αυτών των δυσεύρετων και άγνωστων κειμένων αποτίει φόρο τιμής σε έναν μέγιστο ποιητή, που έσκυψε ευλαβικά και ταπεινά πάνω στο έργο των παλαιότερων ομοτέχνων του: όλων εκείνων που "σφυρηλάτησαν" την αδιάκοπη ροή του αίματος που μεταβάλλει την ποίηση σε οίνο και άρτο της ζωής μας.
Όπως στην ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο στην πεζογραφία του η φαντασία, το όνειρο και η παραίσθηση ισχύουν με τους όρους που αντιλαμβάνεται κανείς την πραγματικότητα, παρά το γεγονός ότι την υπονομεύει διαρκώς με μια τόσο ύπουλα συναινετική και ήπια ματιά, ώστε η τρομώδης τελικά μεταφυσική που προϋποθέτει η δεύτερη φάση της ποίησης του και η πεζογραφία του να μεταβάλλεται σε μια τρυφερή παραμυθία.
Ενώ ο τρόπος με τον οποίο εξηγείται η ύπαρξη ενός φυσικού φαινομένου, όπως είναι η βροχή ή το σούρουπο ή ακόμα και οι σκιές που διασταυρώνεται κανείς μαζί τους, μοιάζει ν΄ απαντάει στην ερώτηση προς τι άραγε μια τόση εμμονή - του Λειβαδίτη εννοείται - σε σχέση με τα λαϊκά ξενοδοχεία, τις απομακρυσμένες γειτονιές, τα καφενεία, τους γονείς ή τις θείες και τις ξαδέλφες, τόσο «ζωντανές» μέσα στην αρρώστια τους, αν και πεθαμένες από χρόνια, σαν να συγκροτούν τελικά ένα κλειστό σύμπαν κι όση συμπαράσταση δεν αξιωθήκανε όσο ήτανε όλοι τους και όλα εν ζωή, μοιάζει να τους παραχωρείται τώρα που έχουν ξεχαστεί.
Θανάσης Νιάρχος