"Το Κονγκό δεν υπάρχει". Άρα πρέπει να επινοηθεί. Το 1884, στο Συνέδριο του Βερολίνου, όταν οι μεγάλες δυνάμεις μοιράζουν μεταξύ τους την Αφρική, ιδρύουν μια εμπορική επιχείρηση: το ανεξάρτητο κράτος του Κονγκό. Ακολουθούν οι εργασίες εκχέρσωσης, η εγκατάσταση εμπορικών καταστημάτων, οι σφαγές...
Το κακό αποκτά σάρκα και οστά όταν ο Ερίκ Βυϊγιάρ ζωντανεύει τον βασιλιά Λεοπόλδο Β΄, τον ιχνηλάτη Σαρλ Λεμαίρ, τον βασανιστή Λεόν Φιεβέζ, τους διαπραγματευτές αδελφούς Γκοφφινέ. Στο "Κονγκό", ιστορική αφήγηση και συνάμα πολιτική αποτίμηση του ελεύθερου εμπορίου, ο Βυϊγιάρ αναβιώνει, χωρίς να τρέφει καμία ψευδαίσθηση και χωρίς να χαρίζεται σε κανέναν, την περίοδο της αποικιοκρατίας, την αφετηρία της δικής μας νεωτερικότητας.
Το 1524 οι φτωχοί ξεσηκώνονται στον Νότο της Γερμανίας. Η εξέγερση επεκτείνεται, σύντομα εξαπλώνεται στην Ελβετία και την Αλσατία. Μια μορφή ξεχωρίζει μέσα στο χάος: η μορφή ενός νεαρού θεολόγου, που μάχεται μεταξύ των εξεγερμένων. Ονομάζεται Τόμας Μύντσερ. Η τρομερή ζωή του είναι μυθιστορηματική. Αυτό σημαίνει ότι θα άξιζε να τη ζήσουμε· άρα και να την αφηγηθούμε.
Το ξέρουμε από τον καιρό του Ρουσσώ ότι η ανισότητα έχει μια πολύ παλιά και τρομερή ιστορία, που δεν έχει ακόμα τελειώσει. Ο Πόλεμος των φτωχών αφηγείται ένα σκληρό και όχι πολύ γνωστό επεισόδιο των μεγάλων λαϊκών εξεγέρσεων. Τον 16ο αιώνα το κίνημα της Μεταρρύθμισης των διαμαρτυρομένων ξεσηκώνεται ενάντια στην εξουσία και στα προνόμια. Γρήγορα, όμως, σημειώνει μια παύση, κάνει ένα βήμα πίσω, αστικοποιείται. Οι χωρικοί, ωστόσο, οι φτωχοί των πόλεων, στους οποίους εξακολουθούν να τάζουν την ισότητα στον ουρανό, αναρωτιούνται: «Και γιατί να μην έχουμε ισότητα τώρα, εδώ, στη γη;» Ακολουθεί μια μανιασμένη πάλη ανάμεσα στους ισχυρούς, στους συμβιβασμένους προτεστάντες, και τους άλλους, τους εξαθλιωμένους. Μερικοί θεολόγοι ηγούνται των δεύτερων. Ο Τόμας Μύντσερ είναι ένας από αυτούς· έχει σημαδέψει τις μνήμες με την αποφασιστικότητα και τον δυναμισμό του ύφους του. Ο Πόλεμος των φτωχών αφηγεί-ται την ιστορία του. Την ιστορία μιας εξέγερσης διά του λόγου, την οποία αποτυπώνει με αμεσότητα η ευρηματική δύναμη της γραφής του Ερίκ Βυϊγιάρ.
Από την πρώτη κιόλας παράγραφο αυτού του θυελλώδους έργου ιστορικής μυθοπλασίας, ο Βυϊγιάρ καθηλώνει τον αναγνώστη του. Τοποθετώντας τη δράση του βιβλίου στην εποχή που οι θρησκευτικές διαμάχες έστελναν τα έθνη στον πόλεμο και τους ανθρώπους στην πυρά, ο Βυϊγιάρ περιγράφει τη ζωή ενός λησμονημένου οραματιστή, τόσο σε ένα εντυπωσιακό έργο επικαιροποίησης ενός ιστορικού γεγονότος όσο και σε ένα επαναστατικό κήρυγμα, μια παθιασμένη καταγγελία της ανισότητας.