Η μετάφραση των ποιημάτων είναι το είδος της γραφής που δίνει τη μικρότερη ικανοποίηση. Όσο καλά και να δουλέψει κανείς, όσο επιτυχής και αν είναι, θα υπάρχει πάντα ένα αντικείμενο - το πρωτότυπο - που μένει εκεί για να μας δείχνει πως βρισκόμαστε πάντα χαμηλότερα από το σωστό, πως ακόμη κι αν πάμε ψηλότερα, πάλι χαμηλότερα θα είμαστε· αλίμονο αν προσπαθήσουμε να καλυτερέψουμε το ποίημα που μεταφράζουμε. Και τούτο ακόμη: όταν μεταφράζουμε από μια ξένη γλώσσα που ξέρουμε λίγο ή πολύ, σε μια γλώσσα - τη δική μας - που μας είναι έμφυτη και την αγαπούμε περισσότερο, κάνουμε κάτι, μου φαίνεται, σαν εκείνους τους ανθρώπους που βλέπουμε στα μουσεία, προσηλωμένους με πολλή προσοχή, ν' αντιγράφουν, είτε για να ασκηθούν είτε γιατί κάποιος τους το παράγγειλε, πίνακες δαιφόρων ζωγράφων. Μ' αυτή την έννοια ονόμασα τούτο το βιβλίο "Αντιγραφές". Αλήθεια, η δουλειά που συγκεντρώνω εδώ είναι η επιλογή από μια ευρύτερη προσπάθεια που έκαμα για να δοκιμάσω τι μπορεί να σηκώσει, στα χρόνια που έζησα, η γλώσσα μας. Εκτός από το κίνητρο αυτό, δεν έχει άλον ειρμό η συλλογή αυτή, και δεν θα ήταν σωστό να της αποδοθεί ο σκοπός της ανθολόγησης ή της αξιολόγησης. Τέλος θα έπρεπε ίσως να σημειώσω συνοπτικά ότι η μετάφραση από ξένες γλώσσες είναι σα να μεταφέρουμε στον τόπο μας ένα ελάχιστο απόσπασμα ενός ολόκληρου κόσμου, του κόσμου της γλωσσικής έκφρασης - θα έλεγα της ποιητικής τάξης - όπου ανήκει το ποίημα. Και αν πάρω την περίπτωση ενός ακραίου αναγνώστη, μου φαίνεται κάποτε ότι η προσπάθειά του πρέπει να μοιάζει μ' εκείνη του φυσιοδίφη, που από το τυχαίο εύρημα ενός σπονδύλου είναι υποχρεωμένος να ανασυστήσει ένα ολόκληρο προκατακλυσμιαίο θηρίο. Υπερβολή. Αλλά μου είναι χρήσιμη, γιατί δείχνει ότι το μεταφρασμένο ποίημα δεν μπορεί να έχει, με τη νέα του μορφή, τις ίδιες λειτουργίες που είχε στη γλώσσα του μεταφραστή. [...] Γιώργος Σεφέρης (Προλόγισμα στην πρώτη έκδοση, Σεπτέμβριος 1963)