Κι αν δοκιµάζαµε για µία φορά να «τρέξουµε όπως έτρεχαν οι αρχαίοι Έλληνες»; Είτε αγαπάµε το τρέξιµο είτε όχι, ένα πράγµα είναι βέβαιο. Όλα έχουν αλλάξει από την εποχή του Φειδιππίδη µέχρι σήµερα –η τεχνολογία, η πολιτική, η επιστήµη, ο πόλεµος, ο τρόπος που γράφουµε, που ταξιδεύουµε, ακόµα και το κλίµα–, όµως δύο πράγµατα δεν έχουν αλλάξει: οι µύες µας κι αυτά τα καταραµένα 41,8 χιλιόµετρα που χωρίζουν τον Μαραθώνα από την Ακρόπολη της Αθήνας. Ακριβώς αυτά που προτίθεµαι να τρέξω.
Γιατί τρέχουµε; Γιατί τόσο λαχάνιασµα, τόση κούραση; Τι λέει για µας αυτή η συνεχής προσπάθεια να χτίσουµε ένα µυώδες σώµα, µε κόπο και ιδρώτα; Γι’ άλλη µια φορά πρέπει να γυρίσουµε πίσω στον χρόνο, στους αρχαίους Έλληνες, τους πρώτους που αναρωτήθηκαν γιατί δοκιµάζουµε τον εαυτό µας και αναµετριόµαστε µε τους άλλους. Το περίφηµο ρητό νοῦς ὑγιὴς ἐν σώµατι ὑγιεῖ συνοψίζει τη σηµασία που απέδιδαν οι αρχαίοι σε αυτές τις δοκιµασίες, γι’ αυτό και η περίοδος των Ολυµπιακών αγώνων ήταν η µόνη κατά την οποία έπαυαν όλες οι εχθροπραξίες. Η Αντρέα Μαρκολόνγκο, έχοντας περάσει χρόνια µέσα σε βιβλία και γραµµατικές, µελετώντας «πώς σκέφτονταν οι Έλληνες», άρχισε να προπονείται δοκιµάζοντας και «να τρέξει όπως έτρεχαν οι Έλληνες». Το έκανε χρησιµοποιώντας ως εργαλείο το πρώτο εγχειρίδιο για τον αθλητισµό που γράφτηκε ποτέ, το De arte gymnastica (Περὶ γυµναστικῆς) του φιλοσόφου Φιλόστρατου. Για να φτάσει τελικά στην τρελή απόφαση: να τρέξει την κλασική διαδροµή του µαραθωνίου, από τον Μαραθώνα ως την Αθήνα, όπως έτρεξε πριν από δυόµισι χιλιάδες χρόνια ο Φειδιππίδης, προτού κραυγάσει «Νενικήκαµεν» και πέσει ξέπνοος στο έδαφος.