Το 1828, ο δεκαοκτάχρονος τότε Σούμαν γνωρίζει τον Χάινε στο Μόναχο. Η συνάντηση τον εντυπωσιάζει και σημειώνει : "Ένα πικρά ειρωνικό χαμόγελο έπαιζε στα χείλη του, ήταν όμως ένα αγέρωχο χαμόγελο, ένα χαμόγελο ανωτερότητας απέναντι στα ανούσια πράγματα της ζωής και περιφρόνησης για τους μικροπρεπείς ανθρώπους". [...]
Η ειρωνεία είναι το έδαφος αυτής της αναπόφευκτης συνειδητοποίησης, είναι η βαρύτητα της ποίησης: ό,τι την κρατάει στο χώμα αλλά της δίνει και τη σωματικότητά της, ό,τι την προσγειώνει αλλά και τη μεγαλύνει στα δύσκολα πετάγματά της. [...]
Η συνολική μεταξίωση του τραγουδιού, του Lied, και η ανάδειξή του από υποδεέστερο σε αυτόνομο και υψηλό είδος τέχνης, στο οποίο η ποίηση και η μουσική επιτελούν μιαν ανέφικτη επιστροφή στην αρχετυπική τους ενότητα, έχει ως πρωτεργάτη ασφαλώς τον Σούμπερτ, κυρίως με το "Χειμωνιάτικο ταξίδι / Die Winterreise" του Wilhelm Muller (εισαγωγή-μετάφραση Διονύση Καψάλη, επίμετρο Dietrich Fischer-Dieskau Εκδόσεις Άγρα, 2015). Με τον Σούμαν του "Έρωτα του ποιητή / Dichterliebe", η μετάβαση προς αυτό το νέο είδος τέχνης είναι πια οριστική και καταλυτική τόσο για την ποίηση όσο και για τη μουσική, αφού με τη μεσολάβηση του Χάινε υποδεικνύεται ως μόνιμη στο εξής συνοδός της λυρικής έκφρασης η ειρωνεία. Γι’ αυτό και η πολυπόθητη καταλλαγή στον ανήσυχο "έρωτα του ποιητή" έρχεται χωρίς λόγια, με τον πιανιστικό επίλογο του τελευταίου τραγουδιού, "Die alten, bosen Lieder", που αφήνει τις ειρωνικές αντιθέσεις του κύκλου μετέωρες στη μελαγχολική αμφιθυμία του τέλους. [...] - Δ.Κ.
Το ρόδο, το κρίνο, η τρυγόνα, ο ήλιος
αγάπες μου ήταν, παράδεισου αύρα,
μα τώρα αγάπη είναι μόνο για μένα
το λίγο, το φίνο, το αγνό και το ένα·
εκείνη, αγάπης ανάβρα,
και ρόδο και κρίνο, τρυγόνα και ήλιος.
-
Ναι, είναι παλιά ιστορία
μα πάντα νέα εδώ,
και όποιου του συμβαίνει
του σπάει η καρδιά στα δυο.
-
Μια λέξη μου δίνεις κρυφή,
κλαδί από κυπαρίσσι.
Ξυπνώ, το κλαδί έχει χαθεί,
τη λέξη έχω λησμονήσει.