Ήδη τα πρώιμα γραπτά του Νίτσε φανερώνουν ότι κεντρικό αντικείμενο του στοχασμού του αποτελεί το αρχαίο ελληνικό δράμα. Υπό το πρίσμα της μεταφυσικής και της αισθητικής θεωρίας του Σοπεγχάουερ, ο Νίτσε πραγματεύεται την ακμή και την παρακμή της αττικής τραγωδίας ως αποφασιστικό κεφάλαιο στην ιστορία του δυτικού πολιτισμού. Η τραγωδία, κατά τον φιλόσοφο, είναι το προϊόν συγκερασμού δύο πολύ ιδιαίτερων στοιχείων, του "απολλώνιου" και του "διονύσιου", αποτελεί δε ολοκληρωμένο έργο τέχνης, σύνθεση ποίησης, πλαστικών τεχνών, χορού και μουσικής. Ο συγκερασμός αυτός συνιστά, σύμφωνα πάντα με τον Νίτσε, κορυφαίο επίτευγμα του ελληνικού πνεύματος.
Το δοκίμιο "Η διονύσια κοσμοθεώρηση" είναι το κείμενο εκείνο στο οποίο ο Νίτσε εισάγει και αναλύει για πρώτη φορά εμβριθώς τις περίφημες έννοιες "απολλώνιο" και "διονύσιο". Με τη βοήθεια των εννοιών αυτών, αναδεικνύει την κεντρική ιδέα που διέπει την τέχνη των δύο μεγάλων κλασικών δραματουργών της Αρχαιότητας, του Αισχύλου και του Σοφοκλή. Επισημαίνει την ιδιαίτερη σημασία των τεχνών και ιδιαίτερα της μουσικής στο δραματικό έργο. Προβαίνει δε μάλιστα και σε σύντομη έκθεση βασικών αρχών μιας γενικής θεωρίας σχετικά με τις τέχνες και τη γλώσσα. Το μεστότατο αυτό κείμενο παρουσιάζει τη νιτσεϊκή ερμηνεία της τραγωδίας και της τέχνης στη γένεση και τη διαμόρφωσή της.
Τώρα βέβαια, […] υπάρχει μια βαθυστόχαστη χίμαιρα που εμφανίσθηκε στον κόσμο για πρώτη φορά με το πρόσωπο του Σωκράτη, η ακλόνητη εκείνη πίστη πως ο στοχασμός, με μίτο την αιτιότητα, διεισδύει μέχρι τη βαθύτερη άβυσσο του Είναι, πως ο στοχασμός είναι σε θέση όχι μόνο να γνωρίσει το Είναι, αλλά και να το διορθώσει.
Στο σύγγραμμα αυτό, το οποίο γράφτηκε λίγους μόνο μήνες πριν τη Γέννηση της τραγωδίας και ενσωματώθηκε σε μεγάλο βαθμό στο έργο εκείνο, ο Νίτσε παρουσιάζει με τρόπο συνεκτικό και συνάμα υποβλητικό το κεντρικό για την πρώιμη σκέψη του ζήτημα: τη βαθυστόχαστη πεσιμιστική κοσμοαντίληψη της αρχαίας τραγωδίας και την αναίρεσή της από τον οπτιμιστικό ορθολογισμό που εισήγαγε ο Σωκράτης.