«... Το ελληνικό καλοκαίρι µού φαινόταν ανέκαθεν ο µοναδικός ακατάλυτος νόµος µας. Η άσπρη µας πέτρα ξέξασπρη που φωτίζει τον κόσµο και καταργεί τους λεκέδες του. Η διαφανής σαυρούλα που σκαρφαλώνει στο περβάζι. Οι ρόδες των ποδηλάτων που µισοβυθίζονται στην άµµο. Οι αφίσες που προαναγγέλλουν το πανηγύρι του Αγίου Παντελεήµονος και του Σωτήρα. Δηµοτικολαϊκάσυγκροτήµατα πάνω σε πρόχειρα στηµέναικριώµατα στην πλατεία, αρνιά και γουρουνοπούλες που σουβλίζονται απ’ το πρωί, ο παπάς της ενορίας κερνάει το πιο καλό κοψίδι στον εξάδελφό του απ’ την Αστόρια. Το ελληνικό καλοκαίρι είναι τα βογκητά των ζευγαριών που κάνουν έρωτα πίσω από τα µισόκλειστα παντζούρια. Είναι η οθόνη του υπαίθριου σινεµά που θρο?ζει σε ένα µελτεµάκι. Είναι τα θηριώδη σουτιέν και βρακιά της γιαγιάς που –κρεµασµένα από τα µανταλάκια– ρίχνουν σκιές προϊστορικών τεράτων στον απέναντι τοίχο. Στο ελληνικό καλοκαίρι, το µόνο που µπορείς να σφάξεις είναι ένα καρπούζι. Εάν έγραφα µια ελληνική κωµωδία, θα έβαζα κάποιον φανατικό ιδεολόγο –αδιάφορο ποιανής ιδεολογίας– να επιχειρεί να εκφωνήσει λόγο σε παραλία. Ένας αέρας κυκλαδίτικος να καλύπτει τη φωνή του και να του παίρνει τα χαρτιά, ένα κύµα να τον µουσκεύει, ένα µισόγυµνοκορµί να τον ανταγωνίζεται θρασύτατα. Θα τον έβαζα να µουλαρώνει και να τελειώνει τον λόγο του µε τη φράση: «Θα Ξαναγυρίσουµε και θα Τρέµει η Γης!». Κι έπειτα ένα σµήνος γλάρων –σαν χορωδία αγγέλων ή τραγοπόδαρων σατύρων– να τον ειρωνεύεται γαβγίζοντας. Διαβάζω ελληνική µυθολογία. Κανείς απ’ τους θεούς ή από τις µοίρες δεν προαναγγέλλει πουθενά τη συντέλεια του κόσµου. Δεν απειλεί πως οι άνθρωποι θα κριθούν κατά τα έργα και τις αµαρτίες τους. Δεν προφη-τεύει µια Δευτέρα Παρουσία. Ποια Δευτέρα Παρουσία; Αφού όλα και όλοι είναι ήδη, νυν και αεί, εδώ. Και η γη δεν τρέµει παρά από τους οργασµούς µας. Κι απ’ τις ωδίνες των τοκετών µας. Το ελληνικό καλοκαίρι περιέχει τα πάντα. Δίνει λογαριασµό µονάχα στον εαυτό του».
Μέσα από κείµενα µικρότερα και µεγαλύτερα, επίκαιρα αλλά όχι επικαιρικά, που σκιαγραφούν όψεις της πραγµατικότητας ή απογειώνονται προς τη µυθοπλασία, µε θρύψαλα, αναµµένα κάρβουνα και βότσαλα, ο Χρήστος Χωµενίδης αποπειράται µία πρώτη αυτοβιογραφία. Όχι δική του. Όλων µας.