Αν θυμάμαι καλά, εκείνο τον καιρό περίπου επέστρεψα στην Αθήνα από την Ύδρα, στο σπίτι των γονιών μου, στην Πλατεία Αμερικής, όπου έμενα από τότε που γύρισα από τις ΗΠΑ, τον Αύγουστο του 1960.
Κουρασμένος απ` το ταξίδι, έκανα ένα μπάνιο κι έπεσα να κοιμηθώ αρκετά νωρίς, γύρω στις 10.30`. Ύστερα από καμιά δυο ώρες με ξύπνησε ο πατέρας μου, ανήσυχος όπως πάντα, φαίνεται ότι κάποιος με ζητούσε. Σηκώθηκα και πήγα προς την εξώπορτα με τις πιζάμες. Διστακτικός και νευρικός, πότε στο ένα πόδι και πότε στο άλλο, στεκόταν στο κατώφλι ο Άλλεν, φορώντας πουκάμισο αγγαρείας ναυτικού, τζήν παντελόνι και κάτι περίεργα πέδιλα απ` τη Ν. Αμερική (Huaraches). Μου `καναν μεγάλη εντύπωση τα διαπεραστικά μαύρα μάτια του πίσω απ` τα γυαλιά του διανοουμένου της Νέας Υόρκης. Τρελά μάτια. Του είπα να περάσει, και βγήκαμε και οι τρεις στη βεράντα. [...]