Ανήμερα τα Χριστούγεννα του 1897, δυο αδέρφια, νεαροί χρυσοθήρες στο Κλοντάικ, ετοιμάζονται για το γιορτινό τραπέζι. Οι προμήθεις τους είναι λιγοστές και το δείπνο διαγράφεται φτωχικό. Όμως τους περιμένει μια έκπληξη: ο ένας μετά τον άλλον, απρόσμενοι επισκέπτες χτυπούν την πόρτα της καλύβας τους και προσφέρουν ό,τι έχει ο καθένας, ώσπου το λιτό δείπνο μετατρέπεται ως δια μαγείας σε ευωχία, μέσα σε μια ατμόσφαιρα θαλπωρής, όπως ταιριάζει στην ωραιότερη νύχτα του χρόνου. Σε αντίθεση με τα περισσότερα έργα του Τζακ Λόντον που εκτυλίσσονται στον αρκτικό Βορρά, το διήγημα «Χριστούγεννα στο Κλοντάικ» αφηγείται μια τρυφερή ιστορία συντροφικότητας, γραμμένη με κομψότητα και λεπτό χιούμορ. Το ευφρόσυνο κλίμα, οι καλοκάγαθοι χαρακτήρες και ο ανεπαίσθητα νοσταλγικός τόνος φέρνουν στον νου κάτι από την εορταστική διηγηματογραφία του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Το διήγημα γράφτηκε το 1898 και παρέμεινε ανέκδοτο όσο ζούσε ο συγγραφέας. Ανακαλύφθηκε στα κατάλοιπά του και πρωτοδημοσιεύτηκε το 1976 στο περιοδικό "Boy's Life".