«Τὸ ἔργο ἐμπεριέχει τρία σαφῶς ὁριοθετημένα –βάσει τοῦ θέματος καὶ τῆς μεθόδου– μέρη. Τὸ πρῶτο, ἀφιερωμένο στὴν μνήμη καὶ στὰ μνημονικὰ φαινόμενα, τίθεται ὑπὸ τὴν αἰγίδα τῆς φαινομενολογίας μὲ τὴν χουσσερλιανὴ ἔννοια τοῦ ὅρου. Τὸ δεύτερο, ποὺ ἀναφορὰ ἔχει τὴν ἱστορία, ὑπάγεται σὲ μία ἐπιστημολογία τῶν ἱστορικῶν ἐπιστημῶν. Τὸ τρίτο, ποὺ κορυφώνεται σὲ ἕναν στοχασμὸ πάνω στὴν λήθη, ἐντάσσεται στὰ πλαίσια μιᾶς ἑρμηνευτικῆς τῆς ἀνθρώπινης ἱστορικῆς συνθήκης ποὺ εἶναι ἡ δική μας.
»Τὰ τρία αὐτὰ μέρη δὲν κάνουν ὡστόσο τρία βιβλία. Παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι τὰ τρία κατάρτια φέρουν διαπλεκόμενες, ἀλλὰ διακεκριμένες ἀρματωσιές, ἀνήκουν στὸ ἴδιο πλεούμενο ποὺ προορίζεται γιὰ ἕναν ἀποκλειστικά, ἑνιαῖο πλοῦ. Μία κοινὴ προβληματικὴ πράγματι διατρέχει τὴν φαινομενολογία τῆς μνήμης, τὴν ἐπιστημολογία τῆς ἱστορίας, τὴν ἑρμηνευτικὴ τῆς ἱστορικῆς συνθήκης: ἐκείνη τῆς ἀναπαράστασης τοῦ παρελθόντος.
»Μὲ θορυβεῖ τὸ ἀνησυχητικὸ θέαμα ποὺ προσφέρουν ἡ ὑπερβολὴ μνήμης ἐδῶ, ἡ ὑπερβολὴ λήθης ἀλλοῦ, γιὰ νὰ μὴν μιλήσω γιὰ τὴν ἐπίδραση τῶν ἀναμνηστικῶν τελετῶν καὶ τῶν καταχρήσεων μνήμης – καὶ λήθης. Ἡ ἰδέα μιᾶς πολιτικῆς τῆς ἀκριβοδίκαιης μνήμης εἶναι ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτὴ ἕνα ἀπὸ τὰ ὁμολογημένα θέματα ποὺ μὲ ἀπασχολοῦν ὡς πολίτη».
Paul Ricœur
Ἔργο-ὁρόσημο γιὰ τὸν φιλοσοφικὸ στοχασμό, τὸ Ἡ Μνήμη, ἡ Ἱστορία, ἡ Λήθη κατορθώνει νὰ ἐξετάσει ἐνδελεχῶς τὴν ἀμοιβαία σχέση μεταξὺ μνήμης καὶ λήθης, δείχνοντας πῶς αὐτὴ ἐπηρεάζει τόσο τὴν ἀντίληψη τῆς ἱστορικῆς ἐμπειρίας ὅσο καὶ τὴν παραγωγὴ τῆς ἱστορικῆς ἀφήγησης. Ἡ ἐπιτυχία τοῦ ἔργου ἔγκειται στὴν ἀποκάλυψη τῆς ἐσωτερικῆς αὐτῆς σχέσης, καθὼς βοηθᾶ συνάμα στὴν ἐξέταση τῶν ἠθικῶν προεκτάσεων κατὰ τὴν «ἀνάγνωση» τῶν σύγχρονων γεγονότων.