Ο σπιθαμιαίος Γιούρι Αλεξέγεβιτς Γκαγκάριν, ο πρώτος κοσμοναύτης στην ιστορία της ανθρωπότητας, έρχεται στην Αθήνα τον Φεβρουάριο του 1962 για να διαβεβαιώσει τους Έλληνες ότι ο Νικίτα Χρουστσόφ, παρά τις αντίθετες δηλώσεις του, δεν σκοπεύει να βομβαρδίσει την Ακρόπολη. Δεν μπορεί να φανταστεί πως η επίσκεψή του θα προκαλέσει μια σειρά από αλυσιδωτές αντιδράσεις, πιο παρανοϊκές και από τις συνήθεις ψυχώσεις του Ψυχρού Πολέμου, ούτε υποπτεύεται ότι, τέσσερις δεκαετίες αργότερα κι ενώ ο ίδιος θα έχει ήδη βρει τραγικό θάνατο, ένας κακόφημος κινηματογράφος, σε μια από τις πλέον υποβαθμισμένες περιοχές της πρωτεύουσας, θα αναβαπτιστεί με το όνομά του, θα στεγάσει αντισυμβατικούς καλλιτέχνες, τόσο από την cultόσο και από την trashσκηνή και θα λειτουργήσει ως διαχρονικός πυροκροτητής μνήμης.
Με πόλο έλξης το «Gagarin 205», το μαγαζί του Νικόλα Τριανταφυλλίδη, ο Πέτρος Τατσόπουλος υπογράφει ένα συναρπαστικό non fiction novel και αναλαμβάνει να μας αφηγηθεί την ιστορία της μεταπολεμικής Ελλάδας όπως δεν θα τη διδαχτούμε ποτέ στα σχολεία. Από τη θρυλική πλέον ομιλία του Μάνου Χατζιδάκι για το ρεμπέτικο στο Θέατρο Τέχνης έως τη βλάσφημη εκπομπή του για τον Φλωρινιώτη στο Τρίτο Πρόγραμμα, από τους λασπότοπους της Καλαμαριάς έως τις ελληνικές παροικίες στο Μόντρεαλ, το Σικάγο και την Αστόρια, εμβληματικές μορφές της λαϊκής σάτιρας και των εφηβικών ονειρώξεων -όπως ο Χάρρυ Κλυνν και ο Κώστας Γκουζγκούνης- μας ξεναγούν σε έναν κόσμο όπου έχουν καταλυθεί τα όρια ανάμεσα στο υψηλό και στο χυδαίο, ενόσω και η πιο τολμηρή φαντασίωση φλερτάρει με μια προ πολλού χαμένη αθωότητα. Μια νοσταλγική ματιά στην εποχή που ο πολιτισμός δεν είχε μπει σε κουτάκια και μπορούσες ακόμη και σ’ ένα τσοντάδικο να δεις το Θεώρημα του Παζολίνι.
Ο Ισίδωρος Ζουγανέλης, ένας σαραντάχρονος ψυχολόγος με τραυματικό παρελθόν, οικογενειακός σύμβουλος, συγγραφέας βιβλίων Αυτοβελτίωσης και τηλεοπτική περσόνα, χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια του όταν η σύμβασή του με το ιδιωτικό κανάλι Kronos δεν ανανεώνεται. Η δεύτερη ευκαιρία που θα του προσφέρει μια κυρία της υψηλής κοινωνίας, με πλούσιο φιλανθρωπικό έργο αλλά κι έντονα αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, θα τον οδηγήσει στα παρασκήνια μιας σαγηνευτικής όσο κι επικίνδυνης υπόθεσης, σε απόσταση αναπνοής από το χείλος της αβύσσου.
Μετά από απουσία χρόνων, ο Πέτρος Τατσόπουλος επιστρέφει στα γνώριμα εδάφη του μυθιστορήματος. Στην "Κυρία που λυπάται" συνδυάζει στοιχεία από το σύγχρονο ψυχολογικό θρίλερ και την αχαλίνωτη μαύρη κωμωδία με τον αισθησιασμό και το μυστήριο ενός παραδοσιακού pulp fiction. Κλείνει το μάτι στις θεωρίες συνωμοσίας και ρίχνει ένα διεισδυτικό όσο και συμπονετικό βλέμμα σ’ έναν κόσμο που αρνείται πεισματικά ν’ αναγνωρίσει το είδωλό του στον καθρέφτη.
Από τη στιγμή που ο σοφέρ ειδοποίησε να μας ανοίξουν την κεντρική πύλη έως τη στιγμή που μου έδωσε το βρεγμένο χέρι της, οι πάντες κινήθηκαν με ακρίβεια χορευτών σε χορογραφία. Άνθρωποι που εμφανίζονταν από το πουθενά κι εξαφανίζονταν στο πουθενά, έπαιρναν το βαλιτσάκι μου από την κούρσα, με τράταραν γκουρμεδιές, μου έβαζαν στο χέρι το τζιν τόνικ που ζήτησα πριν καν προλάβω να το ζητήσω, με ξάπλωναν σε μια σεζλόνγκ δίπλα στην πισίνα, με θέα προς την οικοδέσποινα που κολυμπούσε κάτω από το νερό κι έβγαζε κάπου κάπου το κεφαλάκι της, όπως το προϊστορικό τέρας, η Νέσι, στη λίμνη του Λόχνες.
Όλα τα διηγήματα του Πέτρου Τατσόπουλου, διασκορπισμένα μέχρι σήμερα σε τέσσερις συλλογές - "Κινούμενα σχέδια" (1984), "Ανάλαφρες ιστορίες" (1995), "Κομεντί" (1999), "Πικάντικες ιστορίες" (2005)-, είναι συγκεντρωμένα πλέον στον τόμο που κρατάτε στα χέρια σας. Μια αιχμηρή ματιά στον σύγχρονο τραγέλαφο.
Τα κεντρομόλα αισθήματα έχουν τη δική τους παθολογία. Η μάσκα του πρώτου προσώπου πιο συγκεκριμένα, ελιξίριο της πειστικής αφήγησης, έχει τρόπους να βάζει τη ζωή να μιλάει από τα μύχια της σάμπως να βρίσκεται στο όριο της ειλικρίνειας. Σε αυτή την τέχνη της παραπειστικής παρέλασης ενός κυνισμού που έχει δική του πρακτική αισθητική και στην ανάγκη καλιγώνει τον ψύλλο, ο Πέτρος Τατσόπουλος μπορεί να θεωρείται δεξιοτέχνης. Με πρόσφορες μουτσούνες διάφορα πρόσωπα που έχουν εξασφαλισμένη την έξωθεν κακή μαρτυρία, κατορθώνει ένα κλίμα κομψής εξαχρείωσης που ταλαντεύεται αυτάρεσκα ανάμεσα στα τεκταινόμενα του αστυνομικού δελτίου και στις εμμονές μιας δοκιμασμένης διηγηματογραφίας η οποία σπουδάζει την αξία μέσα στο ευτελές.
Κωστής Παπαγιώργης