"Κάτσε στο σκέπασμα της τουαλέτας. Αν θέλεις. Δε σε πιέζω. Αλλά μου φαίνεται πως θα ’σαι πιο άνετα καθισμένος στο σκέπασμα της τουαλέτας. Παίρνω κι εγώ μια καρέκλα και τη βάζω μπροστά στην πόρτα.
Θα σου αφηγηθώ κάτι.
Μη κλαψουρίζεις. Δε θα σου κάνει καλό, ούτε θα κερδίσεις τίποτα. Άσε που κινδυνεύεις να σου ανέβει η πίεση. Σ’ τ’ ορκίζομαι. Εμένα μου ’χει συμβεί.
Θα σου αφηγηθώ κάτι που θέλω πολύ να σ’ το αφηγηθώ.
Σε παρακαλώ. Μη μου το χαλάς τώρα. Σταμάτα να μιλάς, ηρέμησε, μη βαράς την πόρτα σαν χαζός κι άκουσέ με ήσυχα ήσυχα - δε θα πάθεις τίποτα αν μ’ ακούσεις.
Θα σ’ αρέσει - ξέρω τι σου λέω.
Πάντα κάτι μαθαίνεις απ’ τους γέρους. Το ξέρω πως εσείς, κι εννοώ τους νέους, δε συμφωνείτε, λέτε πως τίποτα δεν μπορείτε να μάθετε από μια γριά σαν εμένα. Ενενήντα τριών είμαι. Πάω στα ενενήντα τέσσερα. Πολλά, ε;"
Η υπερβολική αυτοπεποίθηση και η εφηβική απρονοησία καταδικάζουν έναν δεκατετράχρονο ληστή σε μια αναπάντεχη κάθειρξη. Η μοναχική υπέργηρη γυναίκα την οποία επιχειρεί να ληστέψει, τον κλειδώνει στο μπάνιο και στρογγυλοκάθεται μιλώντας του έξω από την πόρτα. Η τιμωρία του: να μετατραπεί στον ιδανικό (και τραγικό) ακροατή, που θ’ ακούσει θέλοντας και μη ολόκληρη την ιστορία μιας μακράς ζωής που οδεύει προς το τέλος της.
Ιλαρό και δραματικό μαζί, λαμπερό και ερεβώδες, το "Απ’ τον αέρα πιο ελαφριά" είναι ένα λογοτεχνικό κατόρθωμα. Ένα μυθιστόρημα που -σαν γνήσιο θρίλερ- κρατάει τον αναγνώστη σε αγωνία ώς την τελευταία σελίδα.