Όταν επιστρέφει στο Μορναί, τη μικρή επαρχιακή πόλη όπου μεγάλωσε, είναι τριάντα χρονών και ξοφλημένος. Είναι ο Φαμπέρ, "εκείνος που υπήρξε το καλύτερο παιδί, ο καλύτερος έφηβος που είδε το φως σ’ αυτή την πόλη. Ο βασιλιάς της! Εκείνος που το όνομά του ήταν η υπόσχεση για κάτι μεγάλο". Οι αχώριστοι φίλοι του των παιδικών και των πρώτων εφηβικών χρόνων, η Μαντλέν και ο Μπαζίλ, έχουν αποδεχτεί την "απόλυτη ουσία της επαρχίας. Το 'μέτριο' σε όλα τα πράγματα. Αυτό που είναι καθησυχαστικό και καταπιεστικό συγχρόνως". Ο Φαμπέρ, όμως, όχι. Ευφυΐα που παραδέρνει αρνούμενη κάθε όριο, εκπεσών άγγελος, ενσαρκώνει με συναρπαστικό τρόπο τα χαμένα όνειρα των εικοσάρηδων της δεκαετίας του 2000, οι οποίοι, στην εποχή της κρίσης, υπέκυψαν στον πειρασμό του δαίμονα της ριζοσπαστικότητας. Αυτά τα παιδιά γεννήθηκαν πολύ αργά για την Ιστορία. Ωστόσο, ο συγγραφέας δηλώνει: "Αν το μυθιστόρημα είναι πετυχημένο, στο τέλος ο αναγνώστης θα θέλει να σώσει κάτι από τον Φαμπέρ". "Ήμαστε παιδιά της μεσαίας τάξης μιας μεσαίας χώρας της Δύσης, δυο γενιές μετά από έναν πόλεμο κερδισμένο, μια γενιά μετά από μια επανάσταση χαμένη. Δεν ήμαστε ούτε φτωχοί ούτε πλούσιοι, δεν νοσταλγούσαμε την αριστοκρατία, δεν ονειρευόμαστε καμιά ουτοπία και η δημοκρατία μάς ήταν αδιάφορη. Μας μόρφωσαν και μας διαμόρφωσαν τα βιβλία, οι ταινίες, τα τραγούδια - η υπόσχεση ότι θα γίνουμε αυτόνομα άτομα. Νομίζω ότι είχαμε το δικαίωμα να περιμένουμε μια ζωή διαφορετική. Όμως για να επιβιώσουμε όπως όλος ο κόσμος, όταν ενηλικιωθήκαμε, καταλάβαμε ότι επρόκειτο απλώς να δουλέψουμε κι εμείς, όπως οι προηγούμενοι". Οξυδερκής περιγραφή του τόπου και του τρόπου ζωής, παρόν και παρελθόν που συμπλέκονται, αφηγητές που εναλλάσσονται, δεξιοτεχνία στη σύνθεση, σε ένα μυθιστόρημα που καταγράφει τις χαμένες ψευδαισθήσεις, αναδεικνύει τα αδιέξοδα και θέτει καίρια ερωτήματα για την ένταξη των νέων στην κοινωνία και στην εποχή τους.