[...] Απ' όλα του τα έργα, οι 120 μέρες είναι αυτό που μας θυμίζει περισσότερο τον προσωπικό του τόνο, όπως φαίνεται στην αλληλογραφία του' είναι σαν να πιάνουμε πάνω σε μια μαγνητοταινία την ανάσα της φωνής του, το παραλήρημα της μοναξιάς του. Αυτό το μαύρο διαμάντι ωστόσο αγγίζει τη σημερινή ευαισθησία με μια μοναδική ενάργεια.
Αν ο Σαντ δεν αρέσει, είναι γιατί δεν ήθελε ν' αρέσει.
Ένα όπλο τού απομένει μέσα στο σκοτάδι του για να εκδικηθεί μια κοινωνία που τον κρατά φυλακισμένο: να τη δείξει μέσα στην αυθαιρεσία της και ν' ανατρέψει τις ηθικές της αξίες. Η επανάσταση που θα ακολουθήσει θ' ανατρέψει μια τάξη πραγμάτων (μια επανάσταση, έλεγε ο Χέγκελ, δεν αναστατώνει παρά για ν' αποκαταστήσει θεσμικά μια κατάσταση που ωρίμασε) όσο για τις ηθικές αξίες, αυτές είναι σκληρά καρύδια' κι όσο δεν κλείνει αυτός ο λογαριασμός, ο Σαντ θα είναι πάντα επίκαιρος και θα καίει σαν αναμμένο κάρβουνο. Εκείνος τουλάχιστον δεν περίμενε πολλά' γι' αυτό κι έγραφε στη διαθήκη του: "Αφού σκεπάσουν το λάκκο μου, ας σκορπίσουν από πάνω βαλανίδια για να σκεπαστεί με τον καιρό η επιφάνεια και να χαθούν τα ίχνη του τάφου μου από το πρόσωπο της γης, όπως κολακεύω τον εαυτό μου να πιστεύει πως η θύμησή μου θα σβήσει μέσα στα μυαλά των ανθρώπων, με την εξαίρεση ωστόσο των λίγων εκείνων που είχαν την καλοσύνη να μ' αγαπήσουν ως την τελευταία στιγμή. Θα πάρω μαζί μου στον τάφο τη γλυκιά τους ανάμνηση". [...]
(από το σημείωμα του εκδότη)