"Η Ευρώπη του 16ου αιώνα ήταν ένα απέραντο πεδίο μάχης, όπου οι άνθρωποι σφάζονταν για την πολιτική και τη θρησκεία. Αγανακτισμένοι, αηδιασμένοι, είπαμε να αναζητήσουμε τη γαλήνη της ψυχής μας στους Άγιους Τόπους. Και πέσαμε στα χέρια των πειρατών του Μπαρμπαρόσα. Καθώς ο Σταυρός μας είχε εγκαταλείψει, αποφασίσαμε να ακολουθήσουμε το Μισοφέγγαρο. Κι έτσι εγώ, ο Μιχαήλ από τη Φινλανδία, και ο αδελφός μου, ο Ανδρέας, βρεθήκαμε στο Αλγέρι, στην Κωνσταντινούπολη, στη Βούδα. Ακολουθήσαμε τις ορδές του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς στην πολιορκία της Βιέννης και πολεμήσαμε στο πλευρό των Μουσουλμάνων πειρατών, όταν ο αυτοκράτορας Κάρολος πολιόρκησε το Τούνεζι. Εκεί που τα κανόνια μούγκριζαν κι οι ετοιμοθάνατοι βογκούσαν και ούρλιαζαν, εκεί που ο Σταυρός και το Μισοφέγγαρο χτυπιόνταν σε μάχη θανάσιμη που έκρινε την τύχη Ανατολής και Δύσης, εκεί αντρώθηκε κι ωρίμασε η σκέψη και η ψυχή μου. Μα πάντα, είτε στις όχθες του Βοσπόρου βρισκόμουν, είτε στις πεδιάδες της Ουγγαρίας, είτε στα παλάτια της Βαγδάτης, η προδοσία σερνόταν πίσω μου με τη μορφή της Τζούλιας, της Ιταλίδας γυναίκας μου με τη διαβολική ομορφιά και τα παράταιρα μάτια, που είχε κατορθώσει να γίνει η λατρεμένη του χαρεμιού της Κωνσταντινούπολης. Και τώρα, κυνηγημένος, προγραμμένος χάρη σ’ αυτή και παραπεταμένος σ’ αυτό τον μεντρεσέ των δερβίσηδων, εδώ στο Κάιρο, κάθομαι και ξεκουκίζω το κομπολόι της περασμένης μου ζωής. Χάντρα τη χάντρα. " Ένα από τα αριστουργήματα του μεγάλου Φινλανδού συγγραφέα Μίκα Βάλταρι, όπου η μυθοπλασία πλέκεται αριστοτεχνικά με την ιστορική πραγματικότητα, κάνοντας ένα ταξίδι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, στα χρόνια του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς.