Το οδοιπορικό καταγράφει από κει που κοιτάζεις Όρκα μια θάλασσα. Κάποτε ήταν ολάκερη δική της, σαν το πρώτο φως των λεμονανθών του Καραβά, τα φύλλα της ελιάς στο καπνιστήρι, η αλήθεια της μετάληψη, η αξιοπρέπεια αντίδωρο, να κρέμονται εικόνισμα στο στήθος χρόνους τριάντα τέσσερις, οι λέξεις μυλόπετρες, εισβολή, θάνατος, αγνοούμενοι, προσφυγιά, συνοικισμός. Μακραίνει η νύχτα, μα οι αντοχές της καταγράφουν τη σφαγή με την ίδια κραυγή, «πού είναι ο άντρας μου, Ραούφ Ντενκτάς;». Επιστρέφει στα ελιοχώραφα του χωριού της σκάβοντας με τα χέρια την ίδια ελιά για λείψανα του Αντρίκου, του πατέρα της, των άλλων. Εναποθέτοντας, ως επίλογο, στεφάνι δάφνης στον Τύμβο της Λευκωσίας, την έφερε βόλτα τη ζωή η Χαρίτα, η Χαρίτα Μάντολες της Κύπρου, Ιούλης 1974