Πρόκειται για το τελευταίο βιβλίο του Καντ το οποίο εκδόθηκε με επιμέλεια του ιδίου (1798) και περιλαμβάνει τις αντίστοιχες πανεπιστημιακές του παραδόσεις (1772-1796).
Η πραγματολογική Ανθρωπολογία δεν επιδιώκει την εκτενή γνώση των πραγμάτων του κόσμου, αλλά τη γνώση του ανθρώπου ως πολίτη του κόσμου. Το πεδίο της επομένως είναι αυτό των ανθρώπινων ικανοτήτων και δεξιοτήτων, και των μορφών συμπεριφοράς και δράσης με τις οποίες ο άνθρωπος διαμορφώνει ως ελεύθερο ον τον εαυτό του, ορίζοντας ταυτόχρονα το πλαίσιο των σχέσεών του με τους άλλους.
Καλύπτοντας το κενό που δημιουργήθηκε μετά την ανασκευή της ορθολογικής ψυχολογίας και την άρνηση της επιστημονικής εγκυρότητας της εμπειρικής ψυχολογίας, η πραγματολογική Ανθρωπολογία διαρθρώνεται εν πολλοίς (ιδίως με την υποδιαίρεση του πρώτου μέρους σε τρία Βιβλία) σε αντιστοιχία με τις τρεις Κριτικές, στις οποίες ανατρέχει άλλωστε διαρκώς για τη φιλοσοφική θεμελίωση των πορισμάτων της.
Απαντώντας στο ερώτημα "Τι είναι ο άνθρωπος;" -στο οποίο ανάγονται τα ερωτήματα της Μεταφυσικής ("Τι μπορώ να γνωρίσω;"), της Ηθικής ("Τι οφείλω να πράξω;") και της Θρησκείας ("Τι επιτρέπεται να ελπίζω;")-, η πραγματολογική Ανθρωπολογία εντάσσεται στην προσπάθεια επίλυσης του προβλήματος της ενότητας της φιλοσοφίας, προπαρασκευάζοντας ταυτόχρονα το έδαφος για τη γένεση των ανθρωπιστικών επιστημών.
Η σύντομη μεν, όμως πολύ σημαντική παρά ταύτα πραγματεία του Καντ με τον πλήρη τίτλο Φυσική μοναδολογία: Η σε συνδυασμό με τη γεωμετρία χρήση της μεταφυσικής στη φυσική φιλοσοφία, ένα πρώτο δείγμα της οποίας περιλαμβάνει τη φυσική μοναδολογία συντάχθηκε το 1756. Συγκαταλέγεται επομένως στα καλούμενα «προκριτικά» συγγράμματα του μεγάλου Γερμανού φιλοσόφου, σ’ εκείνα δηλαδή που γράφτηκαν πριν την Κριτική του καθαρού Λόγου, το μνημειώδες αυτό έργο-τομή για όλη τη φιλοσοφία των Νεοτέρων Χρόνων.
Ο Καντ διερευνά εδώ το κρίσιμο και δυσχερές ερώτημα του πώς μπορούν να είναι συμβατές μεταξύ τους οι αντιλήψεις της μεταφυσικής και της μαθηματικής φυσικής σχετικά με τη σύσταση και τη διαιρετότητα της ύλης και του χώρου, το πώς δηλαδή είναι δυνατόν τα μεν υλικά σώματα να συγκροτούνται από απλά και αδιαίρετα μέρη (τις «μονάδες»), ο δε χώρος να είναι απείρως διαιρετός. Η λύση που προτείνει βασίζεται σε μια πρωτότυπη δυναμική θεωρία για τις μονάδες, σύμφωνα με την οποία η κάθε μονάδα καταλαμβάνει ορισμένο χώρο χάρη στη σφαίρα εντός της οποίας δρουν οι δυνάμεις της (η έλξη και η άπωση), χωρίς άρα έτσι να χάνει την απλότητά της.
Η Φυσική μοναδολογία εξετάζει ένα ερώτημα πολύ σημαντικό και για την Κριτική του καθαρού Λόγου, το οποίο εκεί εμφανίζεται υπό τη μορφή μιας «έριδας», μιας «αντινομίας του Λόγου», το διερευνά ωστόσο ακόμα υπό το πρίσμα της μεταφυσικής των Λάιμπνιτς και Βολφφ. Η αντιμετώπιση του ερωτήματος στην πραγματεία του 1756 παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον τόσο καθ’ αυτήν όσο και επειδή φωτίζει συγχρόνως την πορεία που ακολούθησε ο στοχασμός του Καντ για να καταλήξει στην «κριτική» του φιλοσοφία.