Γεννήθηκα σε μια μονοκατοικία της οδού Ρόδου, κοντά στην Αχαρνών, λίγο πιο πάνω από τις γραμμές του τρένου, στις αρχές του μήνα Μάρτη. Του μήνα που ο κόσμος της γαστρονομίας βρίσκεται στον αστερισμό τού οδηγού Μισλέν, του οποίου τα αστέρια καθορίζουν τις τύχες των εστιατορίων. Για όλους εμάς τους εμμονικούς με το φαγητό, τους γκουρμέ όπως μας αποκαλούν, η χρονιά ξεκινά τότε. Για εβδομάδες ολόκληρες περνάμε τις ώρες και τα λεπτά συζητώντας για σεφ και νέα πιάτα, προγραμματίζοντας ταξίδια σε γαστρονομικούς προορισμούς, ενώ όταν κοιμόμαστε ονειρευόμαστε πουλάδες βουτυράτες της Βρέστης, γεμισμένες με μαύρες τρούφες από το Περιγκόρ. Στον βαθμό λοιπόν που αφιέρωσα τη ζωή μου στο φαγητό και που χαρακτηρίζω τον εαυτό μου, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, έναν επικούρειο κριτικό εστιατορίων, ήταν μοιραίο να γεννηθώ τον μήνα αυτόν, κάτω από γαστρονομικά αστέρια που την εποχή εκείνη της μεταπολεμικής, μετεμφυλιακής, μίζερης και μαυρόασπρης Ελλάδας φαίνονταν σαν ένας πολύ μα πάρα πολύ μακρινός γαλαξίας. Και ήταν επόμενο η γαστρονομική μου μοίρα να είναι προδιαγεγραμμένη, Από τον μπακαλιάρο του Αρίστου στα Λαδάδικα, με τις χοντροκομμένες πατάτες και τις καυτερές τσούσκες, μέχρι την canard a la presse των τριάστερων εστιατορίων του Παρισιού, δεν σταμάτησα ποτέ να αναζητώ γεύσεις και γαστρονομικές εμπειρίες. Και κάθε νέα μπουκιά που δοκιμάζω με φέρνει πίσω σε γεύσεις και οσμές, πρόσωπα και στιγμές που πέρασαν από τη ζωή μου. Η αφήγηση και το συναίσθημα εδώ κάπου συναντώνται: το συναίσθημα, μου προκαλεί την ανάγκη να αφηγηθώ την ιστορία μου, και η αφήγηση αυτή φέρνει μπροστά μου, όλο και πιο ζωντανά, τη γεύση της μνήμης.