Αϊδίνι, 18 Φεβρουαρίου του 1909. Καταχείμωνο, μα ο ζεστός ήλιος της Ανατολής ολοκάθαρος γλύκαινε την ατμόσφαιρα. Αυτό ενθάρρυνε τη μέλλουσα μητέρα μου να πάει στο χαμάμ για ένα τελευταίο ανακουφιστικό ζεστό μπάνιο.
Η έμπειρη Τουρκαλίτσα, η Νατίρ, που συνήθως την έλουζε και της έκανε μασάζ, ήταν ιδιαίτερα προσεχτική καθώς η πελάτισσά της ήταν ετοιμόγεννη.
Η μέλλουσα μητέρα μου ξαφνικά άρχισε να νιώθει μια δυσφορία. Φαίνεται πως η αφεντιά μου, ατίθαση, δεν άντεχε άλλο την κλεισούρα. Η Νατίρ την παρηγορούσε:
- Μη σκιάζεσαι, αφέντισσα, της έλεγε με τα γουστόζικα σπασμένα ελληνικά της. Εσύ Ρωμιό έκει ντοκτόρο, μαμές, απ’ όλα τα καλά έκει. Εμείς πτωχό Τουρκάλα ντεν έκει ντοκτόρο, ούτε μαμές. Λίγκο πόνο εσύ, και βγαίνει το τσοτζούκ. Τρίτο ντικό σου τα ’ναι, λέω, χανουμάκι. Καταλαβαίνει εγκώ από κοιλιά σου, κορίτσι γκεννήσεις.
Το βιβλίο προέκυψε από σημειώσεις της Δ.Σ. στην περίοδο 1988-1994, τις οποίες σκόπευε κάποτε να επεξεργαστεί, ελπίζοντας πάντα ότι τα γηρατειά δεν θα την πρόδιναν. Είχαμε να κάνουμε με κείμενα εξαιρετικά δυσανάγνωστα και με συνεχείς παραπομπές. Οι ενότητες προέκυψαν μέσα από το υλικό:
Παιδική και νεανική ηλικία - Ένατη δεκαετία - Μικρά ποιήματα
Ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος «Κατεδαφιζόμεθα» είναι ένας νέος με πνευματικές ανησυχίες, όνειρα και φιλοδοξίες που δε βρίσκουν έδαφος για ανθοφορία μέσα στο ψυχροπολεμικό κλίμα της δεκαετίας του '50 κι έπειτα. Δύσπιστος και σκωπτικός, παλεύει μέσα και έξω από το περιβάλλον του, ανάμεσα στις συμπληγάδες μιας δοσίλογης, ξενόδουλης δεξιάς και μιας βαριά τρυματισμένης, μα πάντα δυναμικής αριστεράς. Αναζητάει με πάθος τον εαυτό του και το στίγμα της εποχής του. Οργίζεται αμφισβητεί, παραπαίει, αρνείται να ξοδέψει τον ενθουσιασμό του για ότι θεωρεί ξεπερασμένο και αποτυχημένο. Μα προσέξτε τον, δεν είναι πάντα αυτό που θέλει να λέει...
Η πένα της Διδώς Σωτηρίου μας φέρνει κοντά στους προβληματισμούς και στις τραυματικές εμπειρίες της γενιάς της κατοχής και της γενιάς του εμφυλίου, για να μας ζεστάνει τελικά με τη θέρμη της ανθρωπιάς και της ελπίδας...