[...] Εκείνη τη στιγμή, η λεοπάρδαλη έστρεψε το κεφάλι προς το μέρος του και τον κοίταξε επίμονα δίχως να κινηθεί. Η σκληρότητα του μεταλλικού της βλέμματος και η ανυπόφορη καθαρότητά του έκαναν τον Προβηγκιανό να ριγήσει, ιδίως όταν το ζώο προχώρησε προς το μέρος του∙ την κοίταξε όμως χαϊδευτικά, και παραφυλώντας τη σαν να ήθελε να τη μαγνητίσει, την άφησε να τον πλησιάσει∙ έπειτα, με μια κίνηση γεμάτη απαλότητα, γεμάτη έρωτα, σαν να ήθελε να χαϊδέψει την ωραιότερη γυναίκα, άγγιξε το σώμα της, απ’ την κορυφή ως την ουρά, ερεθίζοντας με τα νύχια του τους ευλύγιστους σπονδύλους που χώριζαν στα δυο την κίτρινη ράχη της λεοπάρδαλης. Το ζώο ανασήκωσε ηδυπαθώς την ουρά του∙ το βλέμμα του μαλάκωσε∙ κι όταν, για τρίτη φορά, ο Γάλλος προέβη σ’ ετούτη την εσκεμμένη φιλοφρόνηση, εκείνη άφησε ν’ ακουστεί ένα γουργουρητό από εκείνα με τα οποία οι γάτες μας εκφράζουν την ευχαρίστησή τους∙ αλλά ετούτο το μουρμουρητό έβγαινε από ένα τόσο βαθύ και δυνατό λαρύγγι, ώστε ακούστηκε μες στη σπηλιά σαν τις τελευταίες αντηχήσεις ενός εκκλησιαστικού οργάνου μέσα σε καθεδρικό ναό. Ο Προβηγκιανός, αντιλαμβανόμενος τη σημασία των χαδιών του, τα διπλασίασε ούτως ώστε να ζαλίσει, να παραλύσει τούτη την τυραννική εταίρα. Όταν βεβαιώθηκε πως είχε σβήσει κάθε άγρια διάθεση της φιλάρεσκης συντρόφου του, η πείνα της οποίας, ευτυχώς, είχε ικανοποιηθεί λίαν επιτυχώς την προηγουμένη, σηκώθηκε και θέλησε να βγει από τη σπηλιά∙ η λεοπάρδαλη τον άφησε να φύγει, αλλά όταν πια εκείνος είχε σκαρφαλώσει στον λόφο, πήδηξε με την ελαφρότητα των κοτσυφιών που φτερουγίζουν από κλαδί σε κλαδί, και ήρθε να τριφτεί στα πόδια του στρατιώτη, ορθώνοντας τη ράχη σαν τις γάτες. Έπειτα, κοιτώντας τον προσκεκλημένο της, με βλέμμα λιγότερο αδιάλλακτο, άφησε εκείνη την άγρια κραυγή που οι φυσιοδίφες τη συγκρίνουν με ήχο από πριόνι. [...]