Ο Άρνολντ Τσίπερ, ο φορτωμένος με ελπίδες γιος, επιστρέφει στην πατρίδα μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, νιώθει ωστόσο άπατρις. Κάθεται σε καφενεία, ψάχνει ματαίως να βρει κάποιο νόημα σε μια μόνιμη δουλειά γραφείου ή ένα νέο ξεκίνημα… Είναι ο «νεαρός άντρας της γενιάς τού [Α΄ Παγκοσμίου] πολέμου», η παραδειγματική μορφή μιας απογοητευμένης και αποδεκατισμένης γενιάς.
Και ο πατέρας του, ο γερο-Τσίπερ, είναι χαρακτηριστικό δείγμα της προηγούμενης γενιάς, που ξόδεψε μεγάλο μέρος της ενέργειάς της για να αναρριχηθεί από τη θέση του προλετάριου σε εκείνη του (μικρο)αστού.
Ως προάγγελος των μεγάλων μυθιστορημάτων του Ροτ, όπως το Εμβατήριο Ραντέτσκυ, με το οποίο μπορεί να θεωρηθεί ότι εντάσσεται στην ίδια ενότητα, το έργο αυτό προϊδεάζει τον αναγνώστη για την εξέχουσα τέχνη του συγγραφέα να πλάθει χαρακτήρες που εκφράζουν μια ολόκληρη εποχή, η οποία τοποθετείται χρονικά πριν και μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Είμαι ένας πολίτης των ξενοδοχείων. Ένας πατριώτης των ξενοδοχείων".
"Το ξενοδοχείο, που αγαπώ σαν πατρίδα μου, βρίσκεται σε ένα από τα μεγάλα ευρωπαϊκά λιμάνια, και τα βαριά χρυσά γράμματα-αντίκες, με τα οποία είναι γραμμένο το μπανάλ όνομά του (λάμποντας πάνω από τις στέγες των σπιτιών, που ανηφορίζουν μαλακά) είναι στα μάτια μου μεταλλικές σημαίες, υψωμένα μικρά λάβαρα που χαιρετούν αστράφτοντας αντί ν’ ανεμίζουν".
Τις δεκαετίες του 1920 και του 1930 ο Γιόζεφ Ροτ ταξίδεψε πολύ σε μια Ευρώπη σε κρίση, στην Ευρώπη, περιπλανώμενος από ξενοδοχείο σε ξενοδοχείο και γράφοντας για τα μέρη από τα οποία περνούσε. Οξυδερκή, νοσταλγικά, γεμάτα περιέργεια και βαθιά παρατηρητικά -συγκεντρωμένα εδώ για πρώτη φορά από τον Άγγλο μεταφραστή του έργου του Ροτ Michael Hofmann- τα άρθρα του ζωγραφίζουν την εικόνα μιας ηπείρου που σπαράζεται από την αδήριτη βία της αλλαγής, γαντζωμένης ταυτόχρονα στην παράδοση.